“Η Σκιά του Ταξιδευτή” του Κώστα Καλδάρα Εκδόσεις Οδός Πανός
Ήταν μέσα Απριλίου όταν ξεκίνησα το ταξίδι. Ένα ταξίδι σε άγνωστους δρόμους, με άγνωστες διευθύνσεις, σαν ένα γράμμα που το στέλνεις σ' έναν άγνωστο παραλήπτη. Εκεί μέσα γράφεις τις εμπειρίες σου, τα συναισθήματα, τα χρώματα, τις γεύσεις, μια ολόκληρη ζωή μέσα από εναλλασσόμενες στιγμές, που συνυπάρχουν με τα 10.000 χιλιόμετρα στους δρόμους της Ευρώπης και της Β. Αφρικής, τα επτά καράβια και τις δύο ηπείρους. Εκεί συναντιούνται οι πόλεις, οι άνθρωποι και τα στενά πλακόστρωτα, τα ποτάμια και τα λιμάνια, αποτυπώνοντας την σύντομη ζωή της σκιάς ενός ταξιδευτή. Είναι ένα βιβλίο αυτογνωσίας, στο οποίο συναντάμε τον εαυτό μας γυμνό, εκτεθειμένο, απροστάτευτο κι αληθινό. Να σέβεται τις απλές ανάγκες, να ξεφορτώνεται το περιττό και παράλληλα να μη θεωρεί τίποτα αδύνατο. Να σε πάει σε μέρη όμορφα, σε τόπους μαγικούς, να σε πάει μακριά…μέσα σου.
Το ταξίδι αυτό ήταν για μένα ένα ταξίδι ζωής κι αποδείχτηκε πως ήταν κι ο ίδιος ο προορισμός. Τώρα μπορώ να πω πλέον με σιγουριά, πως μου άλλαξε τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο ζωής.
Πιστεύω πως ο αναγνώστης δεν θα διαβάσει απλά ένα βιβλίο, αλλά θα ταξιδέψει μέσα απ' αυτό, έτσι ώστε να γίνει αυτός ο ταξιδευτής και το βιβλίο η μοναδική του αποσκευή.
Κώστας Καλδάρας
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
(Όπως είχαν διαμορφωθεί για τις παραστάσεις)
Σημείωση: Εάν δεν βρίσκετε το βιβλίο στα βιβλιοπωλεία, μπορείτε να το αποκτήσετε με αντικαταβολή. Στείλτε e-mail:
Ακολουθούν αποσπάσματα του βιβλίου, όπως είχαν ακουστεί και σε μουσικοθεατρικές παράστασεις
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
(Όπως είχαν διαμορφωθεί για τις παραστάσεις)
ΜΕΡΟΣ Α'
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Κι εσείς Πρώτη θέση;....Κατάστρωμα;...
Ευτυχώς! Κάνει καλό καιρό. Δεν θα 'χει πολύ κύμα κι ελπίζω να μην φυσάει...
Σκέφτομαι ότι είναι όμορφο αλλά και κάπως διεστραμμένα συμβολικό, όταν ξεκινάς για κάποιο ταξίδι, να φεύγεις απ' την θάλασσα. Εναλλασσόμενα κύματα, σαν την διάθεση σου αφρίζουν στο μυαλό φέρνοντας στην επιφάνεια χιλιάδες κόκκους ενοχής. Πότε μεγάλα και δυνατά, αντιστέκονται στη φυγή, πότε μικρά και καλόπλοα, σου συμπαραστέκονται στο ταξίδι. Αντιπαλεύουν οι αντιθέσεις αποχωρισμού κι υποδοχής.
Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουμε ενοχές, ίσως και κάποια μελαγχολία, ξεκινώντας.
Να! Μόλις επιβιβάστηκα, για να νιώσω ασφαλής σε αυτή την απότομη μετατροπή μου, από κάτοικο σε επιβάτη, έκανα μια βόλτα στους χώρους του πλοίου και στο τέλος κατευθύνθηκα σε ένα από τα μαγαζιά του και αγόρασα, αυτό! ( βγάζει απ' την βαλίτσα του ένα πάνινο κουκλάκι), που μάλλον δεν θα μου χρειαστεί ποτέ! Απλά ήθελα να αποδιώξω μια αίσθηση μοναξιάς. Ότι αγοράζω κάτι, για κάποιον.
Τώρα κάθομαι εδώ στο κατάστρωμα κοιτώντας το λιμάνι και...
-«Κυρίες και κύριοι καλώς ήλθατε στο .... το πλοίο είναι έτοιμο προς αναχώρηση»
Επιτέλους!... -«Ladies and gentlemen welcome to …the ship is…»
Νύχτωσε καλά. Δεν βλέπεις πια τα κύματα. Μονάχα αυτά που κάνουν παρέα στο φεγγάρι. Τ' άλλα τα ταξιδιάρικα κρύβονται κάτω απ' την καρίνα του πλοίου. Δεν του πάνε πια κόντρα...!
Κάθε αναχώρηση, είναι μια απαγωγή του εαυτού μας. Κυνηγημένοι από την αστυνομία της συνήθειας, απαιτούμε τα λύτρα σε μικρά χαρτονομίσματα ευτυχίας. Σημείο παράδοσης, κάποια άγνωστη διεύθυνση, στο μέλλον.
Άντε! Καλό μας ταξίδι...!
ΙΤΑΛΙΑ
Το πρώτο που σε υποδέχεται συνήθως, όταν ταξιδεύεις σε μιαν άλλη χώρα, είναι η αλλαγή της ώρας. Είτε σου την στερεί, είτε σου δίνει μια ακόμη ευκαιρία να την ξαναζήσεις. Το δεύτερο, είναι οι αφιλόξενες και κακόγουστες βιομηχανικές ζώνες και τέλος το ξενοδοχείο σου, το οποίο ελπίζεις να φέρνει κάπως στις φωτογραφίες που είδες στα διαφημιστικά φυλλάδια.
Εδώ όμως στην Ιταλία και ειδικά στην Βερόνα, αυτό που σε καλωσορίζει, είναι ο μύθος της. Σαν να βλέπεις τους Καπουλέτους να τσακώνονται με τους Μοντέγους πάνω στην «Πόντε Πιέτρα» και τον Ρωμαίο να το σκάει αγκαλιά με την Ιουλιέτα, σε μια σκοτεινή γωνιά της όχθης του ποταμού. Πράγματι, η Βερόνα είναι μια πανέμορφη πόλη, κι όπως την θέλει και η παράδοση, ερωτική. Για να δούμε... «Ιουλιέτααα...Τζούλι...Ιουλίααα...» , εδώ ο Ρωμιός σου...αλλά ανταπόκριση δεν πήρα. Μόνο ένα ψωφόσκυλο ήρθε κοντά μου κι εγώ το ακολούθησα στα μαγαζιά που είχε να μου υποδείξει. Αφού επιτέλεσα το καταναλωτικό μου χρέος, έκατσα για ένα καπουτσίνο στην πιάτσα Έρμπε. Δίπλα μου περνούσαν καλόγριες καθολικής πίστης και γυναίκες καθολικής ομορφιάς. Από ψηλά ένα μαρμάρινο λιοντάρι με φτερά, με κοιτούσε με απορημένο ύφος. Ένιωθα άβολα. Για να αποφύγω το παγωμένο βλέμμα του, αλλά και τα ουρλιαχτά μιας παρέας από πολλά μπερλουσκονάκια με συσσωρευμένη αγένεια, που μετριέται σε ώρες τηλεθέασης, άλλαζα συνεχώς θέσεις στο τραπέζι μου. Δοκίμασα και τις τρεις καρέκλες που είχε γύρω του.
Κατά διαβολική σύμπτωση, μια συγκεκριμένη σερβιτόρα, ήταν παρούσα σε κάθε μου μετακίνηση και σίγουρα θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, πως είμαι ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο.
Την κοιτάω, και με τα τέλεια ενδόμυχα ιταλικά μου, της μεταφέρω ότι ¨με λένε Αντώνη κι είμαι καλά ¨ .
Αφού ξεκαθαρίσαμε το ιατρικό δελτίο, πήρα την φωτογραφική μου μηχανή και τους δρόμους.
Κοιτώντας μέσα από τον φακό βλέπεις τον κόσμο πιο αληθινό. Τα πάντα αποκτούν σημασία. Λεπτομέρειες, που ποτέ δεν θα τις πρόσεχες, κυριαρχούν στις αισθήσεις σου μόλις τις εστιάσει ο φακός.
Σου αποκαλύπτει τα μυστικά τους.
Ανηφόρισα τα σκαλοπάτια του ρωμαϊκού κάστρου, για να δω την αγαπημένη μου Βερόνα από ψηλά. Να περπατήσω με το βλέμμα μου κάθε της γωνιά.
Το γιασεμί μοσχοβολούσε. Μικρές κατάλευκες πηγές ζωής σκαρφάλωναν στους τοίχους, προσφέροντας απλόχερα την χάρη τους. Εσύ, βάλε μόνο τις αισθήσεις.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Γρανάδα
Την Granada, πρέπει να την περπατήσεις, ταπεινός προσκυνητής του πολιτισμού της χαράς, της νεότητας της τέχνης. Αυτή την έκφραση μπορώ εδώ, τώρα, να την καταλάβω με όλες μου τις αισθήσεις.
Σε ένα υπέροχο σκηνικό, βαθύ στον χρόνο, παίζεται το θέατρο της σύγχρονης πόλης, του σύγχρονου ανθρώπου.
Ίσως έχει την μορφή μιας κοπέλας, που τραγουδάει ισπανικές μπαλάντες μέχρι να δώσει την θέση της σ' ένα κιθαρίστα που θα παίζει φλαμένκο κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ. Που κι αυτός θα παραδώσει την ίδια σκηνή, ίσως λίγο περισσότερο φορτισμένη, στον επόμενο φιλοξενούμενό της, κάποια άλλη βραδιά μέσα στον χρόνο. Δεν έχει και τόση σημασία. Εσύ, το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να κλειστείς σε μια πλατεία και να ευχαριστείς αυτόν τον νέο άνθρωπο, που πιστεύει στη ζωή. Να τον κάνεις κλειδοκράτορά σου. Γιατί, έχεις κλέψει αισθήσεις και τις πολλαπλασίασες, για να ζήσεις μια ζωή, σε μια στιγμή. Έτσι αποκτά αξία και η τέχνη. Γίνεται επικίνδυνη, έξοχη, μαρτυρική, ανθρώπινη.
Θέλω να προχωρήσω το βήμα μου παρακάτω, μα τα πόδια μου δεν με πάνε πουθενά, ίσως επειδή δεν ακουμπάνε πλέον στη γη. Απλά πετάω. Βγάλαν φτερά τα μάτια μου. Το βλέμμα μου αιωρείται κι ένας αναστεναγμός, φουσκώνει τον άνεμο και με πάει πιο ψηλά, τόσο ψηλά. Βαθιά μέσα μου.
Υπέροχα, ήρεμα και όμορφα πρόσωπα γύρω μου, σαν σμήνος αποδημητικών πουλιών, μεταναστεύουν στην ευτυχία.
Βραδιάζει όμορφα στα ταξίδια, ειδικά, όταν είσαι γεμάτος εμπειρίες, γεμάτος συναισθήματα και… άδειο στομάχι.
Οι δρόμοι, βαφτισμένοι με ονόματα ποιητών, ζωγράφων, μουσικών, μου χαράζουν ένα δρομολόγιο πολιτισμού και ...τάπας! Μπήκα στο πρώτο εστιατόριο που βρήκα και στριμώχτηκα σ' αυτή την λαοθάλασσα της ορθοστατικής απόλαυσης των γεύσεων και του vino tinto!!!
Έξι γυναίκες γύρω στα τριάντα, τραβάν την προσοχή μου, κατ' αρχήν λόγω της έντασης στην κουβέντα τους. Ακόμη πονάν για αποτυχημένες σχέσεις. Δίπλα τους, μια άλλη παρέα με τέσσερις γυναίκες σαράντα και άνω. Έχουν αποδεχθεί τα γεγονότα. Στον περίγυρο, φρέσκα ζευγαράκια, που τα δημιουργούν. Και απέναντι, σερβιτόροι που θα επιθυμούσαν, ο καθένας από μας να πάει σπίτι του να πνιγεί.
Μετά από λίγη ώρα, σιγά-σιγά, φεύγει το παρών.
Μένει το παρελθόν και το μέλλον. Στοιχηματίζω πως το επόμενο που θα αποχωρήσει θα είναι το παρελθόν, με την μορφή αυτών των ήρεμων γυναικών.
Το μέλλον, θα το διώξουν.
Εξ άλλου, δεν του ταιριάζουν οι καρέκλες. Η Ισπανία, είναι μια χώρα που αγαπάει πολύ τον εαυτό της. Γι' αυτό πολεμάει τα ίδια της τα σωθικά. είναι ένα όμορφο δάσος με τόσα διαφορετικά δέντρα, που όμως τις ρίζες τους τις ποτίζει το ίδιο ποτάμι.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα.
Πάω κι εγώ...αύριο πρωί φεύγω για Σεβίλλη...να ανασάνω το φλαμένκο στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ... Hasta luego!
ΣΕΒΙΛΛΗ
Την Σεβίλλη, την συνοδεύει ένας μύθος, ο οποίος μάλιστα, προηγείται από κάθε επισκέπτη της και τον υποβάλλει. Δεν αποτελώ εξαίρεση.
Περιμένω να με υποδεχτούν ταυρομάχοι, κιθαρίστες, όμορφες χορεύτριες που ανυψώνονται στους ρυθμούς του flamenco και τραγουδιστές να με καλωσορίζουν με το βραχνό τους τραγούδι.
H πρώτη μου μέρα στη Σεβίλλη, συμπίπτει με την τελευταία μέρα της Feria de Abril. Ένα μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι, μια παγκόσμια γιορτή, που μαζεύει χιλιάδες κόσμο.
Μικροί και μεγάλοι, όλοι σε μια γιορτινή, πολύχρωμη παρέλαση, κι εγώ μ' ένα τεράστιο ποτήρι rebujito στο χέρι, αφήνομαι να με παρασύρει ο υπέροχος ρυθμός του φλαμένκο.
Σχηματίσαμε ένα κύκλο με περιστρεφόμενα ζευγάρια. Στη μέση του, μια ογδοντάχρονη, ανακηρυσσόταν η βασίλισσα της βραδιάς. Πείραζε τους πάντες χορεύοντας και τραγουδώντας. Δεν της είχε μείνει δόντι στο στόμα, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να φλερτάρει και να υπόσχεται αιώνιο έρωτα στους νεαρούς χορευτές. Και μάλλον, μπορούσε να την κρατήσει αυτή την υπόσχεση.
Δεν ήξερα αν χόρευα η αν κολυμπούσα στο βυθό ενός μοιραίου ωκεανού, δίπλα στο ναυάγιο πού' χαν αφήσει τα χρόνια μου. Μιά γυναίκα, μιά γοργόνα, με μια πολύχρωμη κίνησή δίπλα, με χάιδευε σαν κύμα, δείχνοντάς μου το χρυσάφι που βρισκόταν εκεί, θαμμένο, ανάμεσα στα συντρίμμια μιας προηγούμενης ζωής μου.
Μάζεψα όσο περισσότερο μπορούσα και πλούσιος έστω και για μια βραδιά το εξαργύρωσα, με το φως στο βλέμμα μου.
Τελικά, οι στιγμές στη ζωή μας είναι, η ίδια μας η ζωή.
Θυμάσαι τότε;...την στιγμή που...
Όπως την στιγμή που σε πρωταντίκρισα...
Θυμάσαι;
ΜΑΡΟΚΟ
Γύρω μου μια εύφορη γη, με μεγάλες καλλιεργημένες εκτάσεις, ποτάμια και μια όμορφη λίμνη με φλαμίνγκο που παριστάνουν τις ροζ καλαμιές. Χωράφια γεμάτα από άντρες και γυναίκες με τις μαντίλες τους και άλογα ζωσμένα με υνί, να σκάβουν την γη.
Αν εξαιρέσεις τα κάρα και το τοπικό λεωφορείο της εταιρείας «Voyage Kamil», που σταματούσαν στη μέση του δρόμου, όλα τα υπόλοιπα σου προσφέρουν ένα άνετο ταξίδι, σε έναν σχεδόν άδειο αυτοκινητόδρομο, με ελάχιστες διασταυρώσεις και προορισμούς, ανάμεσα σε φοίνικες και ανθισμένα δέντρα, κυλάς σαν πρωινό αεράκι μέσα στα χρώματα.
Μπροστά μου έχω την θρυλική Casablanca.
Ανάβω το τελευταίο αποθηκευμένο στριφτό μου τσιγάρο, παίρνω ύφος Χόμφρεϋ Μπόγκαρντ και εισβάλλω στην αιωνιότητα μιας λέξης, που σου γεννάει τόσα νοήματα, συναισθήματα, ακόμα και τρόπο να ερωτευθείς, ή να χωρίσεις. Casablanca!
Τα φώτα σβήνουν, μουσική υπόκρουση από πιάνο, ανοίγει η αυλαία και...τιτλοι Τέλους!
-«Αυτό που βλέπω πρέπει να είναι η χωματερή του Μαρόκου».
-«Γύρω μου, παντού, με κυκλώνουν. Πατώ, προχωρώ, ανάμεσα στα σκουπίδια που άφησε πίσω του, πριν δεκαετίες το χόλλυγουντ».
-«Θέλω να φύγω απ' αυτό το τουριστικό απόβλητο».
Αυτές είναι λίγες επικεφαλίδες, απ' τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου προκάλεσε αυτή η πόλη. Δεν θα την ξαναπώ Casablanca.
Αυτό το απομεινάρι κάποιας πόλης, με τα μισοκατεστραμμένα κτίρια, την βρομιά σε όλη της την έκταση, την μιζέρια να στολίζει κάθε δρόμο που διέσχιζα, δεν μπορώ να το αποκαλέσω Casablanca.
Μέσα μου κυριάρχησε η θλίψη. Πως θα μείνω σε αυτό το μέρος;
Ξαναμάζεψα τα μπαγάζια μου και όπου φύγει –φύγει!
Μετά από τρεισήμισι ώρες μαρτυρικής οδήγησης και δύο κλήσεις από την τροχαία, ήρθε ο παράδεισος.
Κάπως έτσι μου φάνηκε, μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία, το Marrakech.
Μπαίνοντας στην πόλη, ένας θαυμάσιος ήλιος στη δύση του, μου έπαιζε κρυφτό, ανάμεσα απ' τις φοινικές.
Πρώτα απ' όλα, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στην Μεδίνα. Τη ξακουστή αγορά του Μαρακές.
Μια τεράστια πλατεία που καταλήγει σε χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα από δαιδαλώδεις διαδρόμους. Γύρω καφέ και εστιατόρια, με μπαλκόνια, ομπρέλες και τραπεζάκια, όπου απολαμβάναν στην σκιά κάποιον καφέ και λίγη ξεκούραση, ντόπιοι και ξένοι. Ο κόσμος γύρω μου πηγαινοερχόταν, φώναζε διαλαλούσε τις πραμάτειες. Άντρες και γυναίκες με κελεμπίες η μπούργκες, μηχανάκια, ποδήλατα, ζώα και αυτοκίνητα, σου μεταδίδαν έναν ήρεμο θόρυβο, μια μακρόσυρτη οχλοβοή, σαν αεράκι στην έρημο.
Ο καυτός ομιχλώδης ήλιος, που κολλούσε σαν θειάφι στα πρόσωπα των περαστικών, οι φωνές, οι μυρωδιές απ' τα μπαχαρικά, τα τραγούδια, όλα, σε αποπλανούσαν και σε μετέφεραν σ' ένα κόσμο αλλιώτικο, σπάνιο. Ήπια ένα ζεστό καφέ στο Café de France. Απέναντί μου, στη μέση της πλατείας, εκατοντάδες πωλητές, ζητιάνοι και τσαρλατάνοι κάτω από αυτοσχέδιες τέντες. Άλλοι πουλούσαν διάφορα, από χυμό μέχρι και πέτρες. Άλλοι σε προσκαλούσαν για φωτογραφία με ένα φίδι στα χέρια. Άλλοι πάλι σου λέγαν την μοίρα σου κι άλλοι στην καθορίζαν, αν κρίνω και από τον μεγάλο αριθμό αστυνομικών. Εγώ πάντως, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό για μια φωτογραφία μ' ένα φιδάκι, που ανατριχιαστικά κρύο, λικνιζόταν στο δεξί μου χέρι φτάνοντας μέχρι τον ώμο μου. Αποφάσισα να αποκτήσω την εμπειρία του παζαριού και μπήκα στο ψητό...
Όταν βγήκα απ' το «πολυκατάστημα» γεμάτος άχρηστα μπιχλιμπίδια που αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας υποτίθεται, είδα φώτα, πολλά φώτα και φωτεινές επιγραφές, με βελάκια που με δείχνανε κι όλες γράφαν: «Ο Μαλάκας». Αλλά και καμπανούλες, πολλές καμπανούλες, που συνοδεύαν χαρωπά το καρουσέλ, στην κυκλική περιφορά της βλακείας μου.
Δεν πειράζει...! Το Μαρόκο είναι μια όμορφη χώρα, με βαθιές ρίζες και ιστορία που σε καλεί να την ανακαλύψεις, έστω και πληρώνοντας κάτι παραπάνω!
Γύρω στα μεσάνυχτα, γύρισα στο ξενοδοχείο. Με συνόδεψε η zagruta, αυτός ο διαπεραστικός αλαλαγμός που βγάζουν οι γυναίκες της Αφρικής. Μόνο αυτός...
Εξ άλλου δεν έχω αφήσει και πολύ χώρο μέσα μου. Σε λίγο ξημερώνει. Η νύχτα, αφήνει το Μαρόκο και 'γω κρατάω την ανάμνησή της.
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
Λισαβόνα
Πάντα ονειρευόμουν να βρεθώ στην χώρα των Fado. Στην πατρίδα της Amalia Rodríguez. Στον τόπο του αγαπημένου φιλόσοφου ποιητή, Fernando Pessoa, «τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε.» είχε γράψει κάποτε.
Αλλά και με πιο χαμηλά ερείσματα, επιθυμούσα να βρεθώ εδώ, που το 2004, σηκώσαμε το «τιμημένο»...
Αγαπάμε και επαινούμε την πατρίδα μας μόνο όταν νικάει, έστω και στο τάβλι.
Περπατώντας στην Baixa, απ' τον πεζόδρομο της Rua Augusta, άρχισα να συνειδητοποιώ γιατί μου αρέσουν αυτές οι πόλεις, με τα παλιά κτίρια με τις βαριές σκεπές και τα μικρά μπαλκόνια, τα μεσαιωνικά κάστρα με τα επιβλητικά αγάλματα και τα φθαρμένα πλακόστρωτα. Εκφράζουν μια εποχή, έναν πολιτισμό, ένα κόσμο ολόκληρο από ένα κομμάτι της ιστορίας, που εμένα ως έλληνα, μου λείπει. Η δική μου ιστορία, κάνει ένα άλμα απ' τον αρχαίο πολιτισμό, στην επανάσταση του 1821, με ένα μικρό βήμα στο Βυζάντιο. Για τα εκατοντάδες υπόλοιπα χρόνια, σιωπή. Λες και κοιμηθήκαμε Μεγαλέξανδροι και ξυπνήσαμε Κολοκοτρωναίοι.
Τώρα, ακούω φάντο σ' ένα μαγαζάκι στο Bairro Alto, εκεί που στα υγρά πετρόχτιστα σοκάκια, γλιστράει ο χρόνος, η νεότητα, η ομορφιά, ριψοκίνδυνα, σαν χορευτές στον πάγο, πατώντας τον, σκίζοντας τον, αφήνοντας τις χαρακιές της κάθε ύπαρξης, σαν κυκλικές χαρές, για τους επόμενους που θ' ανηφορίσουν στα μαγικά στενά του. Τα γεμάτα μάτια κι ανάσες.
Κατηφορίζοντας προς το ξενοδοχείο, άφησα μια παρακαταθήκη. Το πιο πιθανό είναι, εγώ να μην τα καταφέρω, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Πάντα κάποιος θα παίρνει την ανηφόρα για αυτή την συνοικία, κουβαλώντας αυτό το ανήσυχο βλέμμα που ξεκινάει τη ζωή και πάντα, κάποιος, θα τελειώνει νύχτα, την ίδια ζωή, στην ίδια κατηφόρα, έχοντας αντικρίσει το μέλλον. Αυτό, που μένει αναλλοίωτο. Αυτό, που δεν εξαρτάται από την εποχή και τον χρόνο, αλλά από την ίδια του την ύπαρξη. Το αυθύπαρκτο μέλλον. Το ανεξάρτητο. Το ανεξάντλητο.
Μην κοιτάξεις πίσω, έχει μόνο ανηφόρα και 'συ, δεν έχεις πια δυνάμεις για την κορυφή. Μην είσαι αχάριστος, εκεί γεννήθηκες. Μην κοιτάξεις πίσω, είναι το μέλλον.
Είμαι ευτυχισμένος που κατόρθωσα να ζήσω αυτό το ηδονικό γλίστρημα στα στενά της Λισαβόνας. Αυτή την σύντομη αναπαράσταση ζωής.
Είναι η νύχτα μεγάλη, ή αργεί το ξημέρωμα;
Δεν βιάζομαι, μάλλον άργησα.
Πόρτο
Η διαδρομή από την Λισαβώνα μέχρι το Πόρτο, μου θύμισε Ελλάδα.
Δεν ήταν μόνο η φύση και τα σπαρμένα χωριουδάκια, που μου έφερνε στο μυαλό την πατρίδα μου, αλλά και τα καμένα δάση. Απλωνόντουσαν πένθιμα, σαν θύματα και μάρτυρες ταυτόχρονα, της ανθρώπινης αλαζονείας.
Το Πόρτο, είναι αυθύπαρκτα γραφικό. Τα σπίτια του με τα ξεθωριασμένα χρώματα, είναι σαν ανάσες αντοχής, μιας εποχής που σταμάτησε σε προηγούμενους αιώνες.
Κάθισα στο Café Majestic, ένα πανέμορφο καφενείο, χτισμένο από το 1921. Ιδανικό μέρος για να ξεκινήσεις την βόλτα σου, πίνοντας πριν, ένα ποτήρι porto.
Αυτό το υπέροχο γλυκό κρασί, που σε καλωσορίζει, μ' ένα πυκνό κοκκινόμαυρο χρώμα και σε αποχαιρετάει με μια μοναδική απόλαυση, ξεκλειδώνοντας την φαντασία σου.
Όταν έφτασα στην περιοχή της Ribeira, ο πρώτος που με υποδέχθηκε, ήταν ένας φαλακρός κύριος, γύρω στα 60, που άλλοτε έβγαζε λόγο κι άλλοτε χόρευε.... Ίσως πρέπει να προσέξω λίγο, την κατανάλωση αλκοόλ, μη γίνουμε ντουέτο.
Ο ήχος που αναδύεται σ' αυτό το κομμάτι της πόλης, θαρρείς και προέρχεται από κάποιο παλιό ραδιόφωνο, ξεχασμένο μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο.
Σουρουπώνει. Μ' αρέσει αυτή η ώρα, όταν βρίσκομαι σε ξένα, άγνωστα μέρη. Είναι η ώρα που ανάβουν τα φώτα της πόλης. Φωτίζονται μόνο τα απαραίτητα. Έτσι ξεκουράζονται και οι αισθήσεις σου.
Κατέβηκα με τα πόδια μέχρι το ποτάμι. Στο βάθος, ο ουρανός του δειλινού και οι γλάροι.
Απέναντι μου, η τεράστια μεταλλική γέφυρα, που σαν αγκίστρι, δένεται απ' το Porto και γαντζώνεται στους λόφους της Gaia, εκεί που βρίσκονται σκαρφαλωμένα σε φωτεινές ακροβατικές φιγούρες, τα κελάρια των οινοπαραγωγών.
Έκατσα σ' ένα καφέ-μπαρ και παρήγγειλα άλλο ένα πόρτο.
Ο φαλακρός κύριος, σταματάει τον μονόλογο που απηύθυνε σε μια κοπέλα που ζητιάνευε και αρχίζει ξανά τον περήφανο χορό του, με το 'να χέρι του υψωμένο στο φεγγάρι και τ' άλλο τεντωμένο προς τη γη, όλο στροφές και πιρουέτες.
Ένας γλάρος είναι κι αυτός.
Έχει πανσέληνο.
Θα πιω ένα τελευταίο ποτήρι σ' αυτήν την όχθη, τη γεμάτη από γλάρους, χαμένες υπάρξεις, βιαστικούς εραστές του τέλους, σ' αυτή την γειτονιά της Ribeira, τη γεμάτη με ψεύτικα όνειρα από σκόνη και χάπια.
O κύκλος της φθοράς και του θανάτου. Αναλλοίωτος, γεννιέται και ξαναγεννιέται, σαν αντίθεση. Είναι το μέλλον, που θα ζητάει πάντα την εξάρτηση απ' το τώρα κι όταν δεν την βρίσκει, χαπακώνεται και τρυπιέται. Είναι η ίδια βαθιά τρεμάμενη φωνή, που βγαίνει μέσα απ' τα χαλασμένα από την πρέζα δόντια. Ένας ήχος χωρίς ανάσα. Αποπνικτικός. Κούφιος. Χωρίς αρχή. Σε σκεπάζει σαν απουσία. Σε ξεκουφαίνει. Σταματήστε πια. Δεν αντέχω άλλο.
Στέκομαι ανήμπορος, τόσο, όσο και να σας ακολουθήσω. Εγώ δεν ήρθα με καμιά παρέα εδώ, με καμιά αγαπημένη. Εσείς είστε η παρέα μου και οι αγαπημένοι.
Είναι αργά. Φεύγω. Τώρα θέλω να έρθει ένα μεγάλο κύμα, να με πάρει και να με πάει στον πάτο του κρεβατιού μου.
Δεν το βλέπω πιθανό, θα πάρω ταξί.
Αντικρίζοντας την ουρά των ανθρώπων που περίμεναν στην πιάτσα, βρήκα πιο ρεαλιστική την ιδέα του κύματος.
ΜΕΡΟΣ Β’
Όταν φεύγεις τόσο γρήγορα από ένα τόπο, μια πόλη, αποκτάς το σύνδρομο και τις συνήθειες της πεταλούδας.
Ότι βλέπεις, ότι ακούς, ότι αγγίζεις, το αρπάζουν άπληστα οι αισθήσεις σου, αφού είναι η πρώτη, αλλά ίσως κι η τελευταία φορά που το ζεις.
Με αυτή την αίσθηση ξυπνούσα κάθε πρωί, ετοιμάζοντας τις αποσκευές μου για την επόμενη πόλη, την επόμενη εμπειρία, την επόμενη ζωή.
Ξαναγεννιέμαι, ανοίγω τα φτερά και περιπλανιέμαι στους τόπους, αφήνοντας για λίγο και την δική μου σκιά στα δρομάκια τους.
Ταξιδεύει ο έρωτας κι ερωτεύεται το ταξίδι.
Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, παίζει το “Let it be”. Ανάβω ένα τσιγάρο. Κάτι πονάει ακόμα. – Let it be…! Για όσους βρε φίλε ψάχνουν την απάντηση. Σε μένα η απάντηση έχει δοθεί...
Την ερώτηση ψάχνω.
ΓΑΛΛΙΑ
Μπορντό
Ταξιδεύω μαζί με την βροχή. Λίγο πριν το μεσημέρι, περνάω τα σύνορα της Γαλλίας, όπως περνάει ένα σώμα από ένα αέρινο μαχαίρι.
Το απόγευμα, φτάνω στο Bordeaux. Όμορφη πόλη- έχει άλλωστε και το ποτάμι της.
Το ξενοδοχείο που μένω, ανήκει στα Inter Hotels. Γι’ αυτό είναι τόσο εσωτερικό. Ο εξωτερικός χώρος είναι ανύπαρκτος. Μπήκα σ’ ένα ασανσέρ, ή χαρά του κλειστοφοβικού. Βγήκα σ’ έναν διάδρομο που σε κάθε του στροφή συναντιέσαι με τον εαυτό σου. Εκεί τον ανακαλύπτεις. Δωμάτιο 217, με θέα...τον διακόπτη. Δεν θα πω άλλα γι’ αυτό, άλλωστε, δεν θα χωρέσουν. Πήρα ένα ταξί και κατέβηκα στο κέντρο.
Αν εξαιρέσουμε το κληρονομικό μου χάρισμα, αυτό του ιχνηλάτη σε καταστολή, η βόλτα ήταν όμορφη.
Πάντα προσέχοντας που πατώ... Εδώ αγαπούν πολύ τους σκύλους.
Οι γέφυρες, τα πάρκα της, τα κλασικά γαλλικά καφέ με την βαριά εσωτερική διακόσμηση και τα τραπεζάκια έξω, τα bistro, ο καθεδρικός ναός και το υπέροχο κτίριο του θεάτρου, δίνουν στην πόλη την παραδοσιακή της ομορφιά.
Αυτό όμως που κάνει το Bordeaux να ξεχωρίζει, είναι αυτό που στο δείχνει από την πρώτη στιγμή. Ότι είναι η πόλη του κρασιού.
“Saint Emilion”, “Médoc”, “Margaux” και τόσες άλλες οινοπαραγωγές περιοχές, που μια αλκοολική ζωή δεν σου φτάνει. Αύριο πάντως, θα το παλέψω μέχρις εσχάτων.
Πρέπει να την προσέχεις την εγκράτεια, δεν ξέρεις ποτέ τι σου στερεί!
Την άλλη μέρα ξύπνησα κακόκεφος...ανήσυχος.
Περπατάω σκυφτός. Μόνο μάτια και λέξεις. Χωρίς βλέμμα και ήχο. Γίνομαι περαστικός ανάμεσα στους περαστικούς. Δεν μου δίνουν σημασία κι έτσι τους παρατηρώ καλύτερα.
Στη σημερινή Γαλλία -κι ελπίζω να κάνω λάθος- ο καθένας είναι ντυμένος με την στολή του. Ο διανοούμενος, ο γιάπης,
ο ποιητής, ο διευθυντής, ο μαλάκας, ο δικαστής, ο καθένας φοράει, αλλά κι αποτελεί μια στολή για τον εαυτό του. Μόνο οι άστεγοι δεν έχουν μόνιμες στολές. Αλλάζουν καθημερινά, ανάλογα με τον τίτλο της εφημερίδας που τους σκεπάζει το βράδυ στο παγκάκι.
Οι Γάλλοι, μιλούν πολύ. Ο στόμφος της άποψης, αφαιρεί απ’ την άποψη. Κινούνται κάτω από τους κανόνες μιας αόρατης συμμετρίας...του ”Savoir vivre”, του “Chick”, του “Com il faut”!
Νομίζω πως όλοι αυτοί οι κανόνες, λειτουργούν τελικά σε βάρος της αλήθειας. Φοβούνται...ίσως, το λάθος;...τη ζωή...;
-Τι φοβάσαι βρε;...Μην μιλάς, ... μη μιλάς, άκου, κι ας μην ξέρω την γλώσσα σου!
ΠΑΡΙΣΙ
Σήμερα έβρεχε απ’ το πρωί. Σ’ όλη την διαδρομή μέχρι το Παρίσι, δεν μου χαρίστηκε ούτε σταγόνα. Αργά το απόγευμα, έφτασα στο Hotel Istria.
Κατέβηκα στην ρεσεψιόν κι από συνήθεια ζήτησα έναν χάρτη της πόλης. Ο εξυπηρετικός υπάλληλος βάλθηκε να μου προτείνει τα αξιοθέατα που πρέπει να επισκεφτώ. Την Νοτρ Νταμ, το Λούβρο, τον πύργο του Άιφελ...το καρτιέ Λατέν... το καρτιέ Λατέν...μα...εκεί έμενα...μέναμε...!
Χάθηκα...όχι! το Παρίσι δεν είναι σαν τις άλλες πόλεις. Δεν ήρθα σαν επισκέπτης. Δεν ήρθα εδώ για να μάθω την πόλη. Αυτή μου έμαθε...μου έμαθε να ζω μόνος...να ταξιδεύω μόνος. Από ‘δω ξεκίνησε κι εδώ τελείωσε, το ταξίδι...του έρωτα...!
(Κατερίνα). Κτύπησε το τηλέφωνο. Ο Αντώνης προσπαθούσε να παραχώσει μια πετσέτα στη χαραμάδα της μπαλκονόπορτας, για να εμποδίσει το νερό της βροχής που έμπαινε στο σαλόνι.
Ήταν τέλη Γενάρη και η δυνατή απογευματινή μπόρα, ταλαιπωρούσε την παλιά πολυκατοικία στην Κυψέλη.
-«Γαμώτο, όλο σε λάθος στιγμή κτυπάει»
Ήταν η Μαργαρίτα. Τα μάτια του γέμισαν λιακάδα. Του τηλεφωνούσε απ’ το Παρίσι. Έλειπε απ’ τον Σεπτέμβρη και του έλειπε πολύ.
-«Ο μόνος σκοπός του έρωτα είναι να μην έχει σκοπό».
Το μόνο παράλογο στον έρωτα είναι η λογική.
-«Δεν πρόλαβα απ’ τα λάθη μου, όσα δεν έχω κάνει».
Το βλέμμα του, στράφηκε προς την πόρτα του ψυγείου. Επάνω της, ήταν κολλημένα τα αναμνηστικά μαγνητάκια που αγόραζαν στα ταξίδια τους. Έμεινε σ’ αυτό με την αναπαράσταση του πύργου του Άιφελ. Μια γλυκιά νοσταλγία βγήκε μέσα απ’ το χαμόγελό του.
Δεν είχαν περάσει, παρά λίγες εβδομάδες, που ο Αντώνης είχε επιστρέψει από την τελευταία του επίσκεψη στο Παρίσι. Το είχε λατρέψει κι αυτός, όπως και εκείνη.
Όταν πήγαινε, μένανε στο Cartier Latín, στο ξενοδοχείο Saint Europe. Το είχαν αγαπήσει αυτό το ξενοδοχείο με την κλασική γαλλική του φινέτσα. Από εκεί ξεκινούσαν τους ατέλειωτους περιπάτους στις όχθες του Σηκουάνα, στα στενά της πόλης, ανακαλύπτοντας τα «δικά τους» καφέ, τα μπιστρό, τα μπαρ... «...και εκείνη μου σιγοτραγουδούσε….»:
-«Είσαι καλά;»
-«...»
-«Τι έχεις; Συμβαίνει κάτι;»
-«Θέλω να χωρίσουμε».
-«Ξανάρχισε η βροχή»...
Πιο δυνατή τώρα! Δεν έμπαινε μόνο απ’ την μπαλκονόπορτα, αλλά περνούσε και μέσα στο σώμα του. Τον κατέκλυζε. Είχε ορκιστεί στο παρελθόν, να μην το ξαναπάθει...
–«Αλλά ποιος είναι τόσο ηλίθιος για να κρατήσει αυτούς τους όρκους».
-Ποιος άραγε δεν αγνόησε τον εαυτό του για την ζωή.
-«Κάνει κρύο, όχι από χειμώνα, απλά κάνει κρύο».
Το τηλέφωνο παρέμενε ανοιχτό. Απ΄ την μια άκρη της γραμμής, ανάσα και φωνή, χωρίς σώμα. Απ΄ την άλλη, μόνο σώμα, βουβό, ξεχασμένο, από συνήθεια να υπάρχει.
Είναι στιγμές, που κάθε ερώτηση, κουβαλάει μέσα της και την απάντηση. Τις διατυπώνεις χωρίς ερωτηματικό.
Δεν έχει πια νόημα να ρωτήσεις, μα το κάνεις.
-«...τι εννοείς...»
-«Ότι θέλω… να χωρίσουμε…δεν αντέχω άλλο.»
-«Δεν μ’ αγαπάς πια! ...»
-«Σ’ αγαπώ! Πάντα θα σ’ αγαπώ…!»
Το βράδυ μπαίνει μέσα μου, αργά, βασανιστικά.
Πέρασα από κάθε γνωστό μας μπιστρό, γέμισα αλκοόλ και...απουσία.
Στερεύει μέσα μου το τίποτα και δεν θα ’χω άλλο άδειο για να ζήσω.
Κάνει κρύο...βρέχει, ακόμη.
Η σκιά μου μεθυσμένη, τρικλίζει στους δρόμους του Παρισιού.
Περίσσεψε νύχτα;...μου βάζεις λίγο ακόμα;...και λίγο όνειρο...αν έχεις την καλοσύνη...!
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
-Σιγά ρε μεγάλεεε! Εεεπ! Πάρ’ το αλλιώς ρε να μπούμε κι εμείς...ρέε...!
Αναφώνησε ο ευμεγέθης οδηγός της νταλίκας προς τον κύριο με το μαύρο γυαλί και την σαγιονάρα.
-Δεν μας παρατάς πρωί – πρωί! Άιντε και δεν έχω πιει ακόμα καφέ. Του ανταπάντησε ο κύριος με τις ζοχάδες και τον χαμηλό δείκτη καφεΐνης.
Τότε, αμέσως, κατάλαβα ότι ήμουν στην σωστή προβλήτα του λιμανιού της Ανκόνας, για να πάρω το καράβι της επιστροφής.
Ήσυχη θάλασσα και το ταξίδι όμορφο και πάντα, λίγο μελαγχολικό στο τέλος. Σαν ένα γράμμα, που αφού το γράψεις σου απομένει η απουσία...του παραλήπτη. Που μπορεί να είσαι και εσύ ο ίδιος.
Ανέβηκα κατευθείαν στο κατάστρωμα για να κλέψω λίγες ακόμα από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου και να του δώσω σαν αντάλλαγμα την πιο καλογραμμένη και μεγάλη σκιά μου. Τόσο έντονη που θα μπορούσε να γίνει αυτή, η ζωντανή ύπαρξη κι εγώ να το σκάσω αργοσβήνοντας στο σκοτάδι, στις αναμνήσεις.
Μια πεταλούδα στάθηκε για λίγο πάνω στο λευκό σίδερο της κουπαστής. Της χαμογέλασα κι άρχισα να στρίβω ένα τελευταίο τσιγάρο.
Την επόμενη μέρα βλέπαμε τις ελληνικές ακτές. Δεν ξέρω αν μου λείψανε, αλλά τις θεωρώ μοναδικές. Άρχισα να μυρίζω τον ήλιο βλέποντας τα μικρά λιμανάκια με τις ψαρόβαρκες τυλιγμένες στην αρμύρα.
Είμαι τυχερός που αυτοί οι μικροί παράδεισοι είναι κοντά μου, είναι πατρίδα μου. Γιατί αυτή είναι η δική μου πατρίδα...
Δεν είναι η χωματερή μιας εικονικής πραγματικότητας που παρουσιάζουν οι οθόνες. Ούτε η φοβική εξουσία του κάθε κράτους που δημιουργεί εχθρούς, για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
Εμείς έχουμε... τα μικρά λιμάνια, τις γειτονιές, τα χώματα και τα σοκάκια που τα πατήσαν ποιητές, την κουζίνα της μάνας μου, το τραγούδι μας, την ανοιχτή αγκαλιά των φίλων.
Εμείς έχουμε πατρίδα και δεν πρέπει να αφήσουμε κανένα να μας την κλέψει, γιατί τελικά, σε πολλά μέρη μπορείς να ζήσεις, αλλά μόνο σε ένα μπορείς να πεθάνεις.
Σε λίγο το πλοίο θα φτάσει στο λιμάνι του...κι εγώ στο δικό μου.
Την επόμενη μέρα βλέπαμε τις ελληνικές ακτές. Δεν ξέρω αν μου λείψανε, αλλά τις θεωρώ μοναδικές. Άρχισα να μυρίζω τον ήλιο βλέποντας τα μικρά λιμανάκια με τις ψαρόβαρκες τυλιγμένες στην αρμύρα.
Είμαι τυχερός που αυτοί οι μικροί παράδεισοι είναι κοντά μου, είναι πατρίδα μου. Γιατί αυτή είναι η δική μου πατρίδα...
Όχι η χωματερή μιας εικονικής πραγματικότητας που παρουσιάζουν στις οθόνες. Ούτε η φοβική εξουσία του κάθε κράτους που δημιουργεί εχθρούς, για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
Εμείς έχουμε... τα μικρά λιμάνια, τις γειτονιές, τα χώματα και τα σοκάκια που τα πατήσαν ποιητές, την κουζίνα της μάνας μου, το τραγούδι μας, την ανοιχτή αγκαλιά των φίλων.
Εμείς έχουμε πατρίδα και δεν πρέπει να αφήσουμε κανένα να μας την πετάξει, γιατί τελικά, σε πολλά μέρη μπορείς να ζήσεις, αλλά μόνο σε ένα μπορείς να πεθάνεις.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...