Όπως καταλαβαίνετε, όταν ζεις και μεγαλώνεις σε μια μουσική οικογένεια, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα μόνο τραγούδι
Στο κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι επικρατούσε σιωπή. Τα βήματα της μάνας μου από την κουζίνα προς το καθιστικό ήταν διακριτικά, αν και δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα της, ούτε και στο φωναχτά υπέροχο φαγητό που είχε μαγειρέψει.
- “Κάτσε, κάτσε ν’ ακούσουμε” ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου.
- “Ναι, Τόλιο μου, φέρνω τη σαλάτα και κάθομαι.”
Τον διάλογο διέκοψε η φωνή του Γιώργου Λεφεντάριου από το ραδιόφωνο: “Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζουμε τις λαϊκές επιτυχίες της εποχής μας, με την εγγύηση της ΜΙΝΟΣ...”. Σήμα εκπομπής και μετά από λίγο: “Το τραγούδι που θα ακούσουμε είναι του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Τραγουδά ο Μιχάλης Μενιδιάτης και λέγεται 'Πετραδάκι - πετραδάκι'...”.
Το πρόσωπο του πατέρα μου έπαιρνε ένα δικό του φως, που προερχόταν από τα μάτια του. Έτσι βλέπαμε πιο καθαρά και το γλυκό του χαμόγελο.
Η μητέρα μου είχε το βλέμμα του ανθρώπου που έχει επιβεβαιωθεί κι εγώ σκεφτόμουνα: “Πάλι αυτό;” και θυμόμουν τον θείο μου τον Βαγγέλη που είχε πει: “Αμάν, βρε Απόστολε, τι πετραδάκι είναι αυτό... κοτρώνα στο κεφάλι μας είναι. Κάθε μέρα, όλη μέρα αυτό παίζουν”.
Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι χαρούμενο το τραπέζι. Πολλές φορές το ραδιόφωνο δεν έπαιζε τραγούδια του πατέρα μου κι εκείνος στεναχωριόταν και ίσως ένιωθε και λίγο αδικημένος. Δεν κρατούσε όμως πολύ αυτή η στενοχώρια, αφού μετά από λίγο καιρό άκουγα μέσα στη Τζάγκουαρ του Σταμάτη Κόκοτα το “Όνειρο απατηλό”, με την καρδιά μου να έχει πάει από νωρίς στην Κούλουρη, με την ιλιγγιώδη ταχύτητα που έτρεχε ο Σταμάτης στους δρόμους της Κυψέλης.
Όπως καταλαβαίνετε, όταν ζεις και μεγαλώνεις σε μια μουσική οικογένεια, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα μόνο τραγούδι, ειδικά όταν είσαι στην ηλικία που αυτό το τραγούδι θα γίνει, έστω και για ένα διάστημα, τρόπος ζωής. Για μένα καθοριστικός ήταν ο τρόπος που γράφεις ένα τραγούδι, η ιστορία πίσω από αυτό, ο λόγος που το γράφεις και φυσικά ο ρόλος αυτού του τραγουδιού, το καθρέφτισμά του στην προσωπικότητα και τη ζωή σου.
Έτσι, τα “Αντάρτικα” με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη ακόμη με κάνουν να ανατριχιάζω, να δακρύζω, να δυναμώνω: “Ήρωες άπαρτα βουνά...”, “Ο Άρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλικάρια...”. Τραγούδια που χτίζουν σκέψη, θέληση για αγώνα, συντροφικότητα. Γιατί η μουσική, το τραγούδι, αλλά και η τέχνη γενικότερα, πρέπει να έχουν συνέχεια, να είναι το υπόστρωμα της ενηλικίωσής σου, η σιγουριά στις αδύναμες στιγμές σου και η δύναμη στις απροσδιόριστες και ίσως επικίνδυνες αποφάσεις σου, σαν μια αγαπημένη, άδολη αγκαλιά που επιλέγεις εσύ. Αυτό τον ρόλο έπαιξαν στην πορεία μου προς την ενηλικίωση και με αγκάλιασαν, με επηρέασαν πολύ τα τραγούδια του Χατζιδάκι, “Μεγάλος Ερωτικός”, του Μίκη το “Άξιον Εστί”, του Θάνου ο “Σταυρός του Νότου”.
Αργότερα ανακάλυψα και τον Απόστολο Καλδάρα, τον Τσιτσάνη, τους ρεμπέτες, σε μια αντίστροφη πορεία.
Για να φτάσω όμως εκεί, πέρασα (χωρίς ποτέ να την αφήσω) από τη ροκ μουσική.
Καλή ακρόαση.
Χωρίς εσένα
Με κοντά ακόμη παντελονάκια, το “Without You” του Nilsson ήταν το μπλουζ που με τη μεγάλη του διάρκεια και το πάθος του ίδρωνε τα άγουρα κορμιά μας και ήταν καθοριστικός παράγοντας για να “τα φτιάξουμε” με το κορίτσι που ταξιδεύαμε χορεύοντας τρεμάμενοι. Αυτό το τραγούδι, όπως και κάποια άλλα της εποχής, όταν το ακούω, ακόμη μυρίζω τη θάλασσα, την αρμύρα, τον ιδρώτα επάνω στα ηλιοκαμένα σώματα των κοριτσιών. Το παλιό φορητό πικ-απ πρέπει να το είχε μάθει απέξω αυτό το τραγούδι, αφού κάθε φορά, σε κάθε πάρτι ή απλή νυχτερινή συνάντηση της παρέας έπαιζε σίγουρα περισσότερες φορές από την ηλικία μας, αφού ίσα που κοντεύαμε στη μέση της πρώτης δεκαετίας της ζωής μας. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν εκείνα τα χρόνια... Without You!
Να του καούν όλα τα βινύλια
Οι πρώτες αδύναμες τριχούλες έκαναν την εμφάνισή τους στο επάνω χείλος μας. Τα σπυράκια σιγά και βασανιστικά υποχωρούσαν και το βλέμμα γινόταν πιο απαιτητικό, πιο αποφασιστικό. Το χαμηλοκάβαλο καμπάνα παντελόνι, με εκείνα τα περίεργα παπούτσια με τις πεντάποντες σόλες, φαντάζομαι ότι έδιναν μια σιγουριά στο περπάτημά μας. Τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε τότε, στα πρώτα μας βήματα στη ροκ μουσική.
Τότε ανακάλυψα τους “Deep Purple” και αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου το διπλό άλμπουμ συλλογή “Mark I & II”. Είχε καταπληκτικά τραγούδια (“Hash”, “Smoke on the water”, “When a blind man”, “Cries”, “Hey Joe”...), όπου οι “Blackmore”, “Gillan”, Glover, Paice, Lord έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους. Με περηφάνια τον κουβαλούσα στα πάρτι του Γυμνασίου και μαζί περνούσαμε υπέροχες στιγμές, μέχρι που... μου τον κλέψανε! Που να του καούν όλα τα βινύλια, του κλέφτη.
Πήρα τον δρόμο της παρηγοριάς κι εκεί αγάπησα τους “Doors”, τους “Pink Floyd”, τους “Who”, τη Janis Joplin...