Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας βρίσκεται σε πόλεμο. Σ' έναν οικονομικό πόλεμο, αλλά και πόλεμο αξιών και θεσμών, με ανθρώπινα θύματα, με τσακισμένες ελπίδες, με φτώχεια, κοινωνικό μίσος και πολιτιστικό αφανισμό.
Ο οικονομικός εξευτελισμός, που εκφράζεται απ' τα μνημόνια και την πρακτική της αριθμολαγνείας, είναι η τρίτη φάση αυτού του πολέμου. Προηγήθηκαν άλλες δύο φάσεις όχι και τόσο φανερές, αλλά εξ ίσου καταστροφικές. Η πρώτη αφορούσε στην υποτίμηση, στον ευτελισμό και τελικά στην απαξίωση του Πολιτισμού μας και η δεύτερη την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού.
Ένας λαός χωρίς ενεργό πολιτισμό, είναι ένας λαός υποχείριο, χωρίς δημιουργικότητα, χωρίς μνήμη. Καταλήξαμε στην χυδαία αλλά και φθίνουσα εμπορευματικοποίηση της Τέχνης, αποκλείοντας την δημιουργία, την παιδεία, την εξέλιξη. Το υπουργείο Πολιτισμού, λειτουργεί σαν μαγαζάκι με τουριστικά είδη, προσφέροντας σε χαμηλή τιμή στους αποικιοκράτες της Ευρώπης, ότι πουλιέται απ' τον Πολιτισμό, την Τέχνη και την Ιστορία του τόπου μας.
Ο αποκλεισμός όμως του σύγχρονου πολιτισμού και της δυναμικής του είχε ξεκινήσει απ' την χούντα, με παράλληλη προβολή ασήμαντων και κατευθυνόμενων προπαγανδιστών. Η μεταπολίτευση που στηρίχτηκε στον αγώνα του πολιτισμού, γρήγορα τον μετέτρεψε σε λαϊκισμό. Αργότερα, με την κυριαρχία των ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, ότι καλό είχε επιφέρει η μεταπολίτευση, διαστρεβλώθηκε, απαξιώθηκε και στο τέλος εξαφανίστηκε. Υφαρπάζοντας όλα τα πνευματικά και εκδοτικά δικαιώματα οι καναλάρχες, μπορούσαν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της παραγωγής της τέχνης και της έκφρασης του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο αφανισμός των δισκογραφικών εταιριών, το κλείσιμο των δισκοπωλείων, των βιβλιοπωλείων, το μαζικό κλείσιμο των θεάτρων και γενικότερα των χώρων Τέχνης και Πολιτισμού. Η έννοια κι ο όρος “δημιουργός” έφυγε απ' το λεξικό κι αντικαταστάθηκε απ' τους όρους “διασκεδαστής”, “εμπορικός”, “μοντέρνος” εκφράζοντας τους αναλώσιμους υπηρέτες του star system, που απευθύνονται σε “πελάτες – καταναλωτές”. Με το αξίωμα “ότι πουλάει είναι καλό”, οι βορειοευρωπαίοι, που δεν φημίζονται και τόσο για την πολιτιστική τους κληρονομιά, υποβάθμισαν το περιεχόμενο δίνοντας αξία στο μέσο. Έτσι μας πουλάνε υπέροχες τηλεοράσεις και ηχοσύνολα για να βλέπουμε και να ακούμε σκουπίδια. Μας πουλάνε γρήγορα αυτοκίνητα, χωρίς να έχουμε που να πάμε, αφού φροντίζουν και καταστρέφουν την φύση μας. Τουλάχιστον όση δεν αγόρασαν.
Με αδύναμο τον Πολιτισμό, ήταν πιο εύκολη η επόμενη φάση του πολέμου, που είχε στόχο την διάρρηξη του κοινωνικού μας ιστού. Σαν καθρεφτάκι σε πρωτόγονους, προσφέρανε την τεχνολογία, ως όπλο απομόνωσης και άχρηστης επιδεξιότητας και γνώσης, δημιουργώντας μοναχικούς νάρκισσους. Η ανταλλακτικότητα που εμπεριέχεται στην κοινωνική συνοχή, περιορίστηκε στην εικονική σχέση ανθρώπου - οθόνης.
Ο παθητικός ρόλος που διαπαιδαγωγήθηκε ο λαός, η ιδέα της “ανίκητης” διαφθοράς της εξουσίας και του κεφαλαίου, έγινε σημαία και επέβαλλε μια αρρωστημένη νοοτροπία δημιουργώντας το “νέο είδος πολίτη”.
Έναν “πολίτη”, χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο, με έλλειμμα πολιτισμού, κοινωνικής μόρφωσης και παιδείας. Αυτόν που εμπιστεύεται τα κατευθυνόμενα μαζικά ρεύματα που του υπόσχονται μερίδιο εξουσίας, ή νίκης ακόμη και ανάξιας κι όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, επαγγελματικό, ακόμα και αθλητικό. Αφοσιωμένο στο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού, με την αποδοχή της εκμετάλλευσης και της αναξιοκρατίας στην εργασία. Με αυτό τον τρόπο είχε ανοίξει πλέον ο δρόμος για τον απόλυτο έλεγχο των αντιδράσεων της κοινωνίας, με κορύφωση τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Στόχος, η αποξένωση του ατόμου απ’ την κοινωνία κι η επιβολή μιας φοβικής εξουσίας, με πλαστές κι ανώδυνες ομαδικές εναίσιμες αντιθέσεις. Αποτέλεσμα, οι επιδερμικές και καταναλωτικές διεκδικήσεις με βάση το «εγώ» και η ανύψωση μιας διεφθαρμένης ηθικής, με προσωρινές κι ευάλωτες αξίες lifestyle. Κορύφωση ήταν η επιλεγμένη απαξίωση του «πολιτικού όντος», αντικαθιστώντας το πολιτικό πρόσωπο, με το τεχνοκρατικό προφίλ ενός διορισμένου μάνατζερ, που δεν ανήκει σε πολιτικούς σχηματισμούς ή ιδεολογίες, αλλά σε «εταιρίες περιορισμένης ευθύνης». Τέλος κατάφεραν την απαξίωση και αυτής της ίδιας της πολιτικής σκέψης, υπηρετώντας την αοριστολογία, την συκοφαντία και την αριθμολαγνεία του νεοφιλελευθερισμού και την ποιότητα του τηλεοπτικού χρόνου, προβάλλοντας μια τεχνητή αδυναμία αντίδρασης κι επιβάλλοντας το δόγμα του «τέρατος».
-«Μπορεί να είμαι τέρας, αλλά κι ο άλλος δεν είναι καλύτερος. Οπότε το εξυπνότερο που έχεις να κάνεις είναι να το συνηθίσεις ή ακόμα καλύτερα να μας μοιάσεις».
Το τρίτο σκέλος του πολέμου βρήκε πρόσφορο πλέον έδαφος. Όταν αισθάνθηκαν δυνατοί κι ακλόνητοι, απέναντι σ’ έναν ανίσχυρο και πειθήνιο όχλο, πήραν την απόφαση να περάσουν στην τελευταία πράξη του έργου τους. Μετά την πολιτισμική κατάρρευση και την κοινωνική αποδυνάμωση, πέρασαν πιο εύκολα στην οικονομική εξαθλίωση και το ξεπούλημα της χώρας μας.
Ο αγώνας για το αύριο λοιπόν, δεν εξαντλείται μόνο στις οικονομικές διεκδικήσεις και την οικονομική ανάπτυξη. Φυσικά και έχει προτεραιότητα η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, της ανεργίας και της φτώχειας που υφίσταται η πατρίδα μας, αλλά εξίσου σημαντικό και καθοριστικό για την πορεία της χώρας και του λαού, είναι και ο πολιτισμός της, όπως και η κοινωνική συνοχή. Από εκεί πρέπει να αρχίζει η οικοδόμηση της σύγχρονης δημοκρατικής Ελλάδας. Το Κέρδος, παγίδεψε τον Πολίτη, όπως το κεφάλαιο την εργασία. Ένα αριστερό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να στηριχτεί στην λογική του χρήματος και των αριθμών. (Εξ άλλου, ούτε αυτοί τον στήριξαν). Θα στηριχτεί στον σκεπτόμενο πολίτη, στον τίμιο εργαζόμενο, τον άξιο επιστήμονα, στον ανήσυχο εκφραστή της Τέχνης και του Πολιτισμού.
Μια αριστερή προοδευτική κυβέρνηση, με σοσιαλιστική προοπτική, δεν ενδιαφέρεται να ποδηγετήσει την τέχνη προς το πρόσκαιρο πολιτικό της συμφέρον, όπως επίσης γνωρίζει πως δεν μπορεί να την εμπνεύσει. Ξέρει όμως πολύ καλά, ότι η τέχνη φτιάχνεται αλλά και φτιάχνει κινήματα και δημιουργεί κοινωνικούς ιστούς, που κρατάνε ζωντανές τις προοδευτικές κοινωνικές αξίες. Γι' αυτό τον λόγο, θα πρέπει να δημιουργήσει τις δομές και να προσφέρει το έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούν οι τέχνες κι ο πολιτισμός, να καλλιεργούνται, να εξελίσσονται και να έρχονται σε άμεση επαφή με την κοινωνία. Οι δομές αυτές, θα πρέπει να προσφέρουν στους ανθρώπους της τέχνης, την αξιοπρεπή διαβίωση, την προστασία των πνευματικών τους δικαιωμάτων και να τους παρέχεται η απρόσκοπτη και η συνεχής δυνατότητα σπουδής και εργασίας. Αλλά και η κοινωνία από την οποία προέρχονται και στην οποία απευθύνονται, να μπορεί να κρίνει την αξία της τέχνης, με όρους παιδείας, μνήμης και πολιτισμού. Γεγονός, που μόνο μια ελεύθερη κοινωνία που ζει σε συνθήκες αξιοκρατίας, ισότητας και δικαιοσύνης, μπορεί να καταφέρει.