Συνέντευξη στον Τάσο Π. Καραντή 30.08.2013 e-orfeas.gr
Από τότε που κυκλοφόρησε η «Νυχτερινή κυβέρνηση»(1988) του Κώστα Καλδάρα, έγινα ψηφοφόρος της! Ανακάλυψα ένα νέο χαρισματικό συνθέτη - που μιλούσε στο μήκος κύματος της γενιάς μου, με τραγούδια που συνομιλώ μαζί τους και σήμερα (ιδιαίτερα σήμερα!), 25 χρόνια μετά – όπως συνομιλώ και με τα τραγούδια του πατέρα του, Απόστολου Καλδάρα.
Από τότε – κάνοντας τα πρώτα, δειλά – δειλά, δημοσιογραφικά μου βήματα – μου γεννήθηκε η επιθυμία για μια κουβέντα με τον Κώστα Καλδάρα. Έγινε, τελικά, πολλά χρόνια μετά, τώρα. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ…
Με αφορμή, λοιπόν, το «Αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα», που παρουσιάζουν σ’ όλη την Ελλάδα, ο Γιώργος Νταλάρας κι η Γλυκερία, μιλήσαμε για τον Απόστολο Καλδάρα, τον Κώστα Καλδάρα(δυο συνεντεύξεις σε μία, όπως, μου είπε, χαριτολογώντας κι ο ίδιος), αλλά και για το σήμερα, όσον αφορά την τέχνη και το ρόλο της στην κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική καταβύθιση που ζούμε.
Μια συνέντευξη για όλους και για όλα, που απευθύνεται σε όσους αγαπάνε την αληθινή τέχνη του τραγουδιού και την «ψάχνουν», ορμώμενοι απ’ αυτήν.
Αγαπητέ Κώστα, φέρεις ένα όνομα, πασίγνωστο κι αγαπητό στην Ελλάδα, το όνομα, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού. Πότε συνειδητοποίησες τη βαρύτητα του πατέρα σου, Απόστολου Καλδάρα και την μεγάλη αξία του ως δημιουργού;
Για να συνειδητοποιήσεις τη σημασία του ονόματός σου, του επιθέτου σου και την βαρύτητα, πρέπει να έχεις γνώση και σύγκριση, τουλάχιστον δεδομένα για σύγκριση. Στην παιδική ηλικία δεν υπάρχουν αυτά κι έτσι η μόνη σύγκριση που μπορεί να κάνει ένα παιδί, είναι πόσο ωφέλιμη είναι η δουλειά του πατέρα του. Και για μένα ωφέλιμη ήταν η δουλειά κάποιου άλλου πατέρα, ο οποίος είχε μαγαζί με παιχνίδια κι ένας άλλος που είχε μαγαζί με αυτοκινητάκια. Αργότερα όμως, φυσικά συνειδητοποίησα την σημασία του έργου του Απόστολου, από την εφηβεία μου και μετά. Επίσης, θα ήθελα να προσθέσω ότι και ο ίδιος ο Απόστολος δεν κουβαλούσε κάτι στο σπίτι που να θέλει να διαφοροποιηθεί ή να συγκριθεί με άλλους συνανθρώπους, είτε είναι φίλοι, είτε είναι καλλιτέχνες, είτε συναδέλφους του, κουβαλούσε τον πατέρα ο οποίος ήταν ένας άξιος, γλυκύτατος και σεμνός πατέρας στο σπίτι, που άφηνε απ' έξω και τα προβλήματα της δουλειάς, άλλα και τα οφέλη, ας τα πούμε έτσι, της αναγνωρισιμότητας.
Αλήθεια, ποιες είναι οι πρώτες εικόνες κι οι πρώτες μελωδίες που θυμάσαι από τον πατέρα σου, απ’ τα μικρά σου χρόνια;
Πρώτες μελωδίες που θυμάμαι... νομίζω ότι είναι λίγο μπερδεμένες, θυμάμαι χαρακτηριστικά πράγματα, εικόνες περισσότερο, δηλαδή να καθόμαστε όλοι μαζί στο Κυριακάτικο τραπέζι το οικογενειακό το μεσημέρι και να ακούμε τις εκπομπές από την Odeon, Μίνως μετέπειτα, την Columbia, αυτά τα διαφημιστικά μισάωρα που είχαν οι εκπομπές στο δεύτερο πρόγραμμα και στην τότε ΥΕΝΕΔ, αν δεν κάνω λάθος, όπου προβάλανε τα τραγούδια. Πολλές φορές ήμασταν αρκετά χαρούμενοι άλλες φορές όχι και τόσο, γιατί... τις περισσότερες φορές... αν και τα τραγούδια του Απόστολου είχαν άμεση ανταπόκριση από τον κόσμο και γινόντουσαν μεγάλες επιτυχίες, αυτή η ανταπόκριση δεν είχε πάντα και την ίδια συμπαράσταση – συμμετοχή της διαφημιστικής καμπάνιας της εταιρείας, δηλαδή πρόβαλαν περισσότερο άλλα τραγούδια και υποβάθμιζαν λιγάκι, υποβίβαζαν διαφημιστικά τα τραγούδια του Απόστολου, που φυσικά δεν το είχαν και τόσο μεγάλη ανάγκη, αφού έπαιρναν τελικά τον δρόμο τους κι έτσι αυτές ήταν θυμάμαι λίγο στενάχωρες εικόνες, ο πατέρας μου στεναχωριόταν και έλεγε γιατί δεν τα προβάλουν όπως του τάδε ή του τάδε. Ε, αυτό ήταν μια γενικότερη εικόνα της στάσης και της θέσης του Απόστολου απέναντι στις εταιρείες, επειδή ήτανε αρκετά σοβαρός, ωμός μπορώ να πω μερικές φορές, απείθαρχος στις εντολές των εταιρειών, ε και καθόλου καλός με τις δημόσιες σχέσεις. Οι σχέσεις του με τις εταιρείες δεν ήταν πάντα και τόσο καλές ή τόσο αποδοτικές. Αυτό που τον ενδιέφερε όμως ήταν να κάνει την δουλειά του. Κι, επίσης, να πω, οι μελωδίες και τα τραγούδια του Απόστολου γενικά, είτε ήταν δικός του στίχος είτε δεν ήταν, πάντα περνούσαν πρώτα από δική μας ακρόαση, και μάλιστα τα πρώτα χρόνια που θυμάμαι από την ακρόαση της Λούλας, της μητέρας μου. Ήτανε το ανώτατο δικαστικό όργανο η Λούλα, ο Άρειος Πάγος, που επέτρεπε ή δεν επέτρεπε να περάσουν τα τραγούδια του Απόστολου. Εντάξει, στο μέτρο του σοβαρού, να πούμε ότι φυσικά έπαιζε ρόλο η γνώμη της και αργότερα κι η δική μου γνώμη όταν μεγάλωσα. Γιατί ο Απόστολος μαζί με τα τραγούδια του απέδιδε και τις ανασφάλειες του, τις ανησυχίες του και την εμπιστοσύνη στην οικογένεια του. Και στους φίλους του φυσικά. Έτσι οι πρώτες μελωδίες που ακούγαμε του Απόστολου στο σπίτι ήταν οι πρώτες του, πριν ακόμα δισκογραφηθούν. Μετά μπορώ να πω πως κάποια τραγούδια που γινόντουσαν μεγάλη επιτυχία μας κούραζαν να τα ακούμε και συνέχεια, τα πολυακούγαμε και στο ραδιόφωνο κι από φίλους, είτε σε διάφορες συγκεντρώσεις, όχι παιγμένα από τον Απόστολο από πικ απ, τα τότε πικ απ.
Ο πατέρας σου έχει μια μοναδικότητα, σε σχέση με άλλους μεγάλους δημιουργούς του τραγουδιού μας. Από το ’46 που πρωτόβγαλε το πρώτο του τραγούδι («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»), ως και το τέλος της ζωής του(1990), δοκίμαζε κι ανανέωνε, συνεχώς, το μουσικό του ύφος, βρισκόμενος έτσι στην πρωτοπορία, αντίθετα με άλλους, που ήταν πάντα αναγνωρίσιμοι, από το ένα και μοναδικό ύφος των τραγουδιών τους. Πως το εξηγείς εσύ αυτό;
Αυτό το εξηγεί καλύτερα ο Απόστολος, όταν σε συνέντευξη, ή ακόμα και σε φίλους, έλεγε, ότι δεν εξελίσσεται είναι καταδικασμένο σε θάνατο. Ήταν πάντα ανήσυχος και η μουσική του ήταν μέσα στην εξέλιξη και πολλές φορές πρωτοπόρα. Για παράδειγμα “Μάγκας και σεργιάνι”, “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, “Εβίβα Ρεμπέτες” δώσαν την θέση τους στο “Δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ”, “ Ένα αστέρι πέφτει πέφτει” κι αυτά, από την θέση τους, έδωσαν σε “Βυζαντινό Εσπερινό” και “Μικρά Ασία”. Έτσι, τεράστιες διαφορές, σημαντικότατες στιγμές στο Ελληνικό τραγούδι. Έτσι κι εγώ το έργο του Απόστολου, το πάνω από 40 χρόνια έργο του, το χωρίζω σε τρεις περιόδους. Η περίοδος των λαϊκών τραγουδιών με την αμεσότητα της ζωντανής εμφάνισης, των κέντρων διασκέδασης. Ο Απόστολος πάντα δεν ήθελε να παίζει σε κακόφημα μαγαζιά. Ήθελε να παίζει σε όμορφες οικογενειακές ταβέρνες και σιγά - σιγά να ανεβαίνει, στο επίπεδο του κοινού του ας το πούμε έτσι. Αλλά οπωσδήποτε τα τραγούδια του εκεί περνούσαν την πρώτη ουσιαστική ακρόαση, μέσα στο κοινό ας πούμε, το “Μάγκας βγήκε για σεργιάνι” το οποίο είχε αποφασίσει να ηχογραφήσει αλλά δυστυχώς την ιστορία την ξέρουμε... κάθε βράδυ του το ζητούσαν και δέκα φορές να το παίξει στο μαγαζί που δούλευε. Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη περίοδος που τα τραγούδια του ήταν πιο εξωτερικευμένα. Η δεύτερη περίοδος που ξεκινάει μετά από το 65 και ως το 70-72 , 63 και 64 και περισσότερο από το 65, έχει περισσότερο την λυρικότητα μέσα του. Η στεναχώρια του για την αρρώστια και τον μετέπειτα χαμό της αδερφής μου είχε άμεσο αντίκτυπο όπως πολύ καλά καταλαβαίνουμε στην δημιουργία του, στο έργο του. Κι έτσι άρχισε η μελωδία του να είναι πιο εσωτερική και τα λόγια του πιο λυρικά πιο εσωτερικά, πιο θλιμμένα ορισμένες φορές. Όπως και η επιλογή των τραγουδιστών και οι ερμηνείες τους. Αν ρίξετε μια ματιά απο το εξήντα τόσο και μετά ως το ‘72 θα το δείτε χαρακτηριστικά, αυτο που σας αναφέρω. Και το χωρίζω και σταματάω στο ’72, γιατί από εκεί και πέρα υπάρχει μια τρίτη περίοδος όπου απελευθερωμένος από την εμπορική ανάγκη, ή την άμεση ανταπόκριση του κοινού στα κέντρα διασκεδάσεως, σπίτι του πια, είχε όλο τον χρόνο και την ηρεμία και την ωριμότητα φυσικά, να ανατρέψει άλλη μια φορά τα δικά του τραγούδια τις δικές του μελωδίες, σε εισαγωγικά να τις ανατρέψει, για να προχωρήσει παραπέρα και να γράψει την «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό», που ήταν πάλι ένα όριο που έσπασε μέσα από την ενορχήστρωση, από τα λόγια, από το έργο, ότι έγραψε ένα ολοκληρωμένο έργο μέσα σε ένα μεγάλο δίσκο, που τότε ήταν πλέον στην δισκογραφία οι μεγάλοι… και φυσικά να ανταμειφτεί γι’ αυτό, με τους πρώτους χρυσούς δίσκους, που ήταν αληθινοί.
Είχε φυσικά και την ευτυχία να συνεργαστεί με σημαντικούς στιχουργούς και τραγουδιστές και γενικότερα συνεργάτες όλα αυτά τα χρονικά διαστήματα, με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στις δύο περιόδους τις πρώτες, με τον Πυθαγόρα και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στις δεύτερες. Κι αυτή του η ανησυχία δεν σταμάτησε ποτέ, δεν ένιωσε ποτέ κουρασμένος από την δημιουργία ο Απόστολος. Αυτή είναι η εξήγηση που μπορώ να δώσω σε αυτή την ερώτηση.
Πολλά τα τραγούδια κι οι δίσκοι του, πολλές οι επιτυχίες του, πολλές οι μεγάλες φωνές κι οι στιχουργοί με τους οποίους συνεργάστηκε. Υπήρχαν – για διάφορους λόγους – κάποιοι ολοκληρωμένοι δίσκοι του, μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς και στιχουργοί και τραγουδιστές, που τα, κι, αντίστοιχα τους, αγαπούσε περισσότερο;
Κάποτε είχε πει ότι αν μπορούσα... είχε γράψει περίπου 750 με 800 τραγούδια, ο ξάδερφός μου Νίκος Χατζηνικολάου ξέρει πολύ πιο καλά τον αριθμό που έχει ερευνήσει το έργο του Απόστολου, λοιπόν είχε πει κάποτε, ας μπορούσα να έχω γράψει 100 αλλά να ήταν όλα ένα προς ένα, επιτυχίες και σημαντικά τραγούδια. Δεν μπορώ να πω ότι ξεχώριζε, όλα ήταν παιδιά του. Ίσως να ξεχώριζε με ένα feedback, πως να το πω... με μια επιστροφή διάθεσης από τον κόσμο, αλλά σίγουρα, το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, “Όνειρο απατηλό”, τη ”Μικρά Ασία” τον, “Βυζαντινό Εσπερινό” σαν έργα, ε, δεν μπορείς να πεις πως δεν τα ξεχώριζε. Αλλα χωρίς να αγαπάει λιγότερο τα υπόλοιπα.
Σε σένα ποια τραγούδια και δίσκοι του πατέρα σου, έχουν χαραχτεί συναισθηματικά μέσα σου, αλλά και ποιοι νομίζεις ότι είναι οι πιο πρωτοποριακοί στην μεγάλη πορεία του;
Νομίζω ότι λίγο απάντησα πριν σε αυτό. Ποια ξεχωρίζω; Τι να πω; Δεν είμαι αντικειμενικός κριτής.
Γιατί όποια τραγούδια ξεχωρίζουν τα ακούγαμε πάρα πολύ, για εμένα υπάρχουν τραγούδια Β' πλευράς που λέμε, που είναι τρομερά αξιόλογα και δεν τύχανε της εμπορικής επιτυχίας. Ας πούμε ένας δίσκος ο οποίος είναι καταπληκτικός είναι “Οι Ροβινσώνες”, με τον Πάριο και την Αλεξίου, αλλά τότε λόγω εταιρείας και διαφωνιών με την τότε εταιρεία και τον εταιρειάρχη, ο δίσκος σαμποταρίστηκε, όπως λέγαμε τότε και δεν ακούστηκε καθόλου από το ραδιόφωνο. Φυσικά τι άλλο να πω; “Η φαντασία”, ο “Βυζαντινός Εσπερινός” και η “ Μικρά Ασία” που όπως ανέφερα είναι πάρα πολύ σημαντικά, αλλά ένα που θυμάμαι στα τελευταία του χρόνια της δημιουργίας, όταν μου έπαιζε τα τραγούδια του από τις “Μπαλάντες του περιθωρίου” , δεν μπορούσα να μην συγκινηθώ και να του πω: “μικρέ τα κατάφερες πάλι να μας βάλεις τα γυαλιά”, με τον “Αρτέμη”, όταν μου είχε παίξει τον “Αρτέμη”. Ε, θα ακολουθήσω κι εγώ τον δρόμο του και θα πω, πως δεν θέλω να ξεχωρίσω άλλα τραγούδια. Φυσικά είναι άλλα που μου την δίνουν στα νεύρα, ή πως αλλιώς να το πω; Με έχουν κουράσει. Το “Πετραδάκι - πετραδάκι” κοτρώνα στο κεφάλι μας ήτανε... (γελάει) ... τόσες φορές που ακουγόταν... Δεν μπορούσαμε οικογενειακά να το αντέξουμε. Αλλά από την άλλη ήταν και ένα τραγούδι που καθιέρωσε και τον Μιχάλη Μενιδιάτη, έκανε πωλήσεις τρελές και πέρασε ότι μέχρι τότε υπήρχε.
Θα ήθελα να σταθώ σ’ ένα τραγούδι του («Ο θάνατος του ποιητή», στίχοι : Πυθαγόρας, ερμηνεία : Γιώργος Νταλάρας), το οποίο γράφτηκε για τον θάνατο του Λόρκα, του μεγάλου Ισπανού δημοκρατικού ποιητή που εκτελέστηκε στον ισπανικό εμφύλιο (1936). Πως προέκυψε η όλη ιδέα, η, συγκεκριμένου ύφους, μουσική του πατέρα σου, με την οποία μελοποίησε τους στίχους του Πυθαγόρα, η επιλογή του Νταλάρα ως ερμηνευτή και, κυρίως, πως τα κατάφερε να κυκλοφορήσει, μέσα στη Χούντα (1971). Θα ήθελα, δηλαδή, απ’ όλες αυτές τις πλευρές, να αναφερθούμε στην ιστορία αυτού του τραγουδιού, που αναφέρεται στο θάνατο ενός μεγάλου και παγκόσμιου ποιητή.
Ναι, εδώ νομίζω ότι υπήρχε η βλακεία της Χούντας, που δεν καταλάβανε σε τι αναφερότανε πρώτον, δεύτερον ήταν ένας στίχος του Πυθαγόρα από τους σημαντικότερους που έχει γράψει ο αείμνηστος ο Πυθαγόρας, η επιλογή του Γιώργου Νταλάρα ήτανε δεδομένη γιατί του άρεσε πάρα πολύ του Απόστολου, κάνανε πολύ παρέα τότε, ο Νταλάρας τον φώναζε “θείο”. Ήταν ένα παιδί με αριστερές ιδέες, ο Απόστολος πάντα αριστερός ήταν νομίζω ένα χρέος του, δεν νομίζω πως γράφοντας το “Θάνατο του ποιητή” πίστευε πως μπαίνει στο πολιτικό τραγούδι ο Απόστολος Καλδάρας, γιατί πάντα πολιτικοποιημένος ήταν και μέσα από το τραγούδι του συνυπήρχε η πολιτική και αυτο μπορούμε να το δούμε και από αφηγήσεις που έχω ακούσει από φυλακισμένους, για παράδειγμα ο Κύρκος έλεγε πως σφυράγαν στο κελί του με τον διπλανό του το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” και πέρναν δυνάμεις, ο Θεοδωράκης έχει πει αντίστοιχα για τον Απόστολο και πολλοί άλλοι που έχω ακούσει... και ο Μανώλης ο Γλέζος για τα τραγούδια του αυτά που εμπεριέχουν την πολιτική. Δεν ήταν κραυγαλέα συνθέτης πολιτικών τραγουδιών, αλλά η πολιτική στα τραγούδια του υπήρχε πολύ σε μεγάλο βαθμό.
Φέτος, ο Γιώργος Νταλάρας, μαζί με την Γλυκερία, κάνουν μια πανελλήνια περιοδεία(«Αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα»), παρουσιάζοντας δυο πολύ σημαντικά έργα του πατέρα σου («Μικρά Ασία» - «Βυζαντινός εσπερινός»), αλλά και τα γνωστότερα κι ωραιότερα τραγούδια του. Πως ξεκίνησε η όλη ιδέα και τι πιστεύεις ότι προσφέρει στο σημερινό ελληνικό ακροατήριο αυτό το αφιέρωμα;
Αυτή η ιδέα Τάσο, ξεκίνησε από εδώ από την Νάουσα που μένω τώρα, όταν με τις δημοτικές αρχές και με ανθρώπους και φίλους εδώ πέρα συζητούσαμε τι μπορούμε να κάνουμε, τώρα που ήρθα εδώ στη Νάουσα και μάλιστα υπήρχε και μια σημαντική αφορμή, τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση. Κάτι πολύ σημαντικό και με τους πρόσφυγες στην Νάουσα που είναι πολύ έντονο το στοιχείο και την Μικρασιατική καταστροφή τα 100 χρόνια και τα 90 της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της Νάουσας. Ήταν πάρα πολύ σημαντικά γεγονότα συνυπήρχαν κα έτσι η ιδέα ήταν δεδομένη, όταν συζήτησαν μαζί μου, είπα θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στην «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» και φυσικά αν θέλουμε και μας παίρνει ο χρόνος θα κάνουμε και σε παλαιότερα λαϊκά του Απόστολου. Τώρα όταν ονειρεύεσαι και προγραμματίζεις σκέφτεσαι το καλύτερο και τι το καλύτερο θα ‘ταν, από το να συμμετέχει, σε αυτήν την συναυλία που διοργανώναμε εδώ στην Νάουσα, ο Γιώργος Νταλάρας. Τον πήρα λοιπόν τηλέφωνο και πριν ακόμα ολοκληρώσω την φράση μου ο Γιώργος είχε δεχτεί. Ήταν ένα μεράκι του όπως κατάλαβα να ξαναπεί αυτά τα τραγούδια. Μάλιστα εκείνο το διάστημα, το περσινό δηλαδή, είχε περάσει και πολλά με τις ανόητες επιθέσεις των μικρόμυαλων και στην πλειονότητα των φασιστών, που δημιουργούσαν αυτά τα επεισόδια στις συναυλίες, για να φαίνονται, σαν γυμνοσάλιαγκες, γιατί, σε παρένθεση, μια που το αναφέρω, πετώντας, προπηλακίζοντας και γιουχάροντας τον Νταλάρα, την στιγμή της συναυλίας και μιλώντας με αυτά τα απαξιωτικά λόγια για αυτόν παράλληλα μιλάς, απαξιώνεις και γιουχάρεις, λοιδορείς και τους συνθέτες που τα εμπιστευτήκαν και τα τραγούδια που λέει και τα έργα που έχει ερμηνεύσει. Αν είχαν λίγο μυαλό αυτοί οι ανόητοι, θα το είχαν καταλάβει και θα κρατούσαν μια άλλη στάση. Αλλα δεν μπορούν, όπως ακούω διάφορους να λένε, έλα τώρα μωρέ ο Νταλάρας...
εντάξει είναι ένας άνθρωπος, που όπως λέει και ένας φίλος μου χρόνια πολλά θα περάσουν και πάρα πολλοί τραγουδιστές στην Ελλάδα, για να μαζευτούν δέκα απ’ αυτούς για να πουν το έργο του Νταλάρα. Δεν συγκεντρώνεται εύκολα και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον Κουγιουμτζή, τον Καλδάρα, στον Λοΐζο, σε ποιον να πεις τώρα... στον Θεοδωράκη, ακόμα και ο Χατζιδάκις που εμπιστεύτηκαν το έργο τους ή δημιουργήματά τους στην φωνή του Νταλάρα.
Λοιπόν, έτσι ξεκίνησε η ιδέα και, μάλιστα, επειδή εδώ οι συνθήκες οικονομικά είναι δύσκολες και παραμένουν φυσικά, και το θέατρο μας εδώ που έχουμε είναι μικρό, του ζήτησα να είναι και δωρεάν να μην πάρει και αμοιβή, εντάξει, ούτε που το συζήτησε ο Γιώργος το δέχτηκε αμέσως, πρότεινα την Ελένη Τσαλιγοπούλου που είναι Ναουσέα και εξαιρετική ερμηνεύτρια φυσικά, και έτσι από εκεί και πέρα ήταν εύκολο να προχωρήσει. Το ανέλαβε ο Γιώργος και αφού είχαν εξαντληθεί από την πρώτη ανακοίνωση τα εισιτήρια της πρώτης συναυλίας, με παρακάλεσε να κάνει και μια δεύτερη συνεχομένη ημέρα, φυσικά έγινε και η δεύτερη, είχαμε βροχούλα δυστυχώς, λίγο μας τα χάλασε εδώ ο καιρός, αλλά δεν πειράζει και δεν ήταν όλη η Νάουσα ή μόνο η Ημαθία, ήταν όλη η Βόρεια Ελλάδα, η Μακεδονία, η Θεσσαλονίκη και ακόμα από το εξωτερικό. Ερχόταν κόσμος με πούλμαν, από την Αθήνα, ακόμα και από την Γαλλία είχαν έρθει και από την Αυστραλία, είδα διάφορους που είχαν έρθει, είχαν έρθει από την Γερμανία, τι να πεις ήταν μαγικό. Και πιο μαγικό για εμένα, ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος που γνωρίζει τον Νταλάρα από τα μικρά του χρόνια, ήταν ο τρόπος ερμηνείας του Νταλάρα, που ήταν μαγικός, λες και άκουγα τον πιτσιρίκο που ερχόταν για πρόβες επάνω στους Θρακομακεδόνες και άκουγε τον Απόστολο και τον απέδιδε όσο πιο δυνατόν όμορφα, καθαρά και αγνά. Και με την ανασφάλεια του νέου τραγουδιστή, αυτά έβγαλε ο Γιώργος και ήταν συγκινητικότατος. Ήταν ένας νέος Γιώργος Νταλάρας και αυτό το παραδεχθήκαν όλοι.
Οι δυο μεγάλοι αυτοί ερμηνευτές, είτε ξεκίνησαν τα πρώτα τους βήματα στη δισκογραφία (Γλυκερία), είτε ταυτίστηκαν με πολύ σημαντικά έργα του (Νταλάρας). Ποιες είναι αναμνήσεις από την πρώτη γνωριμία τους με τον πατέρα σου, από τις πρόβες, τις ηχογραφήσεις, από το ποια ήταν η γνώμη του γι’ αυτούς;
Για τον Γιώργο και την Γλυκερία, για τον Γιώργο είπα τα περισσότερα δηλαδή... συμπεριλαμβάνονται κάποια κομμάτια της προηγούμενης μου απάντησης για τον Νταλάρα, για τις πρόβες του, έλεγε πως το κάνεις αυτο “θείο”, κοιτώντας τον Απόστολο στον λαιμό και στα μάτια, γιατί είχε μπλέξει με ένα δάσκαλο που ήθελε ακριβώς τις νότες δεν ήθελε να ξεφύγει ο τραγουδιστής, ο ερμηνευτής του τραγουδιού του και υπήρχε όχι μόνο εκτίμηση και αλληλοσεβασμός αλλά και κάτι παραπάνω, ήτανε και μέντορας, ήτανε και δάσκαλος, ήτανε και χίλια δυο πράγματα στον Γιώργο, και ο Γιώργος αυτο το εκτιμούσε, το αναγνώριζε και το αναγνωρίζει ακόμα. Και εγώ αναγνωρίζω την ταχύτητα στην μηχανή του στους Θρακομακεδόνες όταν ανέβαινε και με είχε πάρει πίσω και στα άλλα του αυτοκίνητα (γέλια) όταν ήμουν μικρός. Μετά είχα κι εγώ την τύχη και την τιμή να συνεργαστώ κι εγώ, στον πρώτο μου δίσκο, με τον Νταλάρα.
Για την Γλυκερία θυμάμαι ένα κοριτσάκι μικρό να ανεβαίνει επάνω στους Θρακομακεδόνες, τρακαρισμένο κι αρχίζει να λέει τα πρώτα της τραγούδια με την υπέροχη φωνή της κι αυτά τα φοβερά της τα γυρίσματα, το μεγάλη ταλέντο που έχει, αυτή, τα γυρίσματα, η ανεξάντλητη τραγουδίστρια. Με το σγουρό μαλλί που είχε τότε και αδυνατούλα και μικροκαμωμένη.
Τι θα έλεγες ότι είναι αυτό, που έκαναν τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» δυο έργα σταθμούς, τόσο κλασικά, αλλά κι αγαπητά στο ευρύ κοινό;
Όταν ερχόταν ο Πυθαγόρας επάνω στο σπίτι και έγραφαν τα υπέροχά τους τραγούδια τότε, ο Απόστολος κάποια στιγμή... ήταν και πολύ φίλοι έτσι, είχαμε φοβερές οικογενειακές σχέσεις με τον Πυθαγόρα. Πάντα συζητούσαν για ένα έργο κι ο Απόστολος του είχε ζητήσει να του φέρει τίτλους έργων συνολικών... να μην είναι με διάσπαρτα τραγούδια, με συλλογή τραγουδιών, αλλά να είναι με ένα θέμα. Και όταν του έφερε ένα κατάλογο με διάφορα θέματα, χωρίς δεύτερη συζήτηση βγήκε η Μικρά Ασία. Γιατί προϋπήρχε μέσα στον Απόστολο και το βυζαντινό στοιχείο και η προσφυγιά και η Μικρασιατική καταστροφή. Από μικρός έκανε παρέα όχι μόνο με Μικρασιάτες αλλά και με πρόσφυγες στα Τρίκαλα. Κι έτσι, πως να στο πω, ήταν σαν να του άνοιξε την πόρτα του παραδείσου με αυτο τον τίτλο ο Πυθαγόρας. Ο δίσκος αυτός τελείωσε μέσα σε τρεις μήνες, χρόνος ρεκόρ και για την εποχή και γενικότερα τόσο σημαντική και σπουδαία ήταν η συνεργασία τους που τα τραγούδια κυλούσαν σαν να προϋπήρχαν, σαν ρυάκι, σαν νερό και φτάναν στο στούντιο και τις φωνές δυο σπουδαίων ερμηνευτών, (εδώ ένα παραλειπόμενο ήταν να ερμηνεύσει ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, ο οποίος μέσω κάποιου ζήτησε... τέλος πάντων άστο, γιατί λείπει κι ο Στέλιος και δεν κάνει να τα λέμε...), μετά την άρνηση του Στέλιου Καζαντζίδη... ο Γιώργος Νταλάρας κι η Χαρούλα Αλεξίου ήταν οι ιδανικοί ερμηνευτές, όπως αποδείχθηκε, νέοι, φρέσκοι, με φοβερά ταλέντα, σχολές τραγουδιού από κει και πέρα, άφθαρτοι και με έναν Απόστολο Καλδάρα, που πάντα είχε εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους και στην δύναμη του τραγουδιού.
Στην αρχή μόλος πρωτοκυκλοφόρησε η «Μικρά Ασία» και αναφέρομαι στην «Μικρά Ασία» γιατί ακολουθεί ο «Βυζαντινός Εσπερινός», όχι γιατί είναι μικρότερο ή λιγότερο έργο. Λοιπόν όταν κυκλοφόρησε η «Μικρά Ασία» ο κόσμος ήταν παγωμένος, ο Μάτσας ήταν περισσότερο παγωμένος, αν και πίστευε στον δίσκο έλεγε θα γίνει αυτό ποτέ κάτι; Και μόλις πέρασε η έκπληξη των δυο - τριών πρώτων μηνών έγινε τέτοιο μπαμ που δεν το περίμενε κανένας, ο δίσκος άρχισε να πουλάει περισσότερο και από τα τσιγάρα στα περίπτερα. Έγινε πρώτος σε πωλήσεις στην Ελλάδα. Έγινε πρώτος δίσκος σε πωλήσεις ξενόγλωσσου δίσκου στην Αμερική. Το σημαντικό ποιο ήτανε; Λοιπόν, πρώτα από όλα η μουσική περιείχε μέσα όλη μας την παράδοση και το σύγχρονο ήχο της παράδοσης όπως ήθελε να τον ακούσει, ο λαός, ο κόσμος. Υπήρχε όλη η ωριμότητα του συνθέτη Απόστολου Καλδάρα, όλη η ωριμότητα του στιχουργού Πυθαγόρα, με θέματα την αδερφοσύνη των λαών και τον πόνο της προσφυγιάς, για τους καημούς, για τις αδικίες, για την στέρηση, αλλά και για την ευτυχία και για την αγάπη. Υπήρχαν όλα αυτά τα θέματα που είχαν σαν ρίζα την παράδοση μας και το προσφυγικό στοιχείο αλλά ανθίζανε στην Ελλάδα, στο σήμερα, στο τότε σήμερα δηλαδή. Και βρίσκαν την άμεση ανταπόκριση από τον κόσμο. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι υπήρχαν και αγωνιστικά στοιχεία μέσα στα τραγούδια αυτά, όπου ήταν τα τελευταία, οι τελευταίες στιγμές της χούντας, ήταν ακόμα ένας λόγος που ο κόσμος το πίστεψε. Και όσον αναφορά στα μουσικά, αυτές οι βυζαντινές κλίμακες, οι βυζαντινοί δρόμοι του Απόστολου κι αυτή η ενορχήστρωση, η οποία είχε ξεχαστεί, ήταν αρκετά, πως να το πω, ήταν αρκετά ξεπερασμένη να το πούμε σε εισαγωγικά. Δοσμένη, δηλαδή το κλαρίνο και το σαντούρι, είναι δοσμένη μέσα στα στενά όρια του δημοτικού τραγουδιού και ξαφνικά βγαίνει στο λαϊκό τραγούδι μέσα, ανάσανε, κυριάρχησε φυσικά. Ακόμα και φανατικοί ροκάδες το είπαν αυτό, άκουσαν ελληνικό τραγούδι για πρώτη φορά από την «Μικρά Ασία» και το αγαπήσανε απο κει και πέρα. Ο «Βυζαντινός Εσπερινός» λοιπόν ήταν μια ισάξια συνέχεια αυτού του δίσκου. Η διαφοροποίηση είναι ότι ο Απόστολος, επίτηδες, χρησιμοποιεί 12 διαφορετικούς βυζαντινούς δρόμους, και μπήκε κι η εργασία της σκέψης έτσι, πως θα γίνει ο δίσκος αυτός και κτίστηκε με βάση ένα σκελετό των διαφορετικών δρόμων και ρυθμών που υπάρχουν μέσα στο «Βυζαντινό εσπερινό». Από εκεί και πέρα η θεματογραφία του και οι ερμηνευτικές δυνατότητες των πάλι δυο ίδιων καλλιτεχνών, της Χαρούλας και του Γιώργου, ήταν κάτι, πως να το πω, ίσως ο κόσμος να μην είχε χορτάσει ακόμα από την «Μικρά Ασία» και τον αναζητούσε τον «Βυζαντινό Εσπερινό». Εδώ λοιπόν θα βάλω αποσιωπητικά και θα πω πως και οι «Ροβινσώνες» ήταν ένα μεγάλο έργο, το οποίο όμως έπεσε δυστυχώς στα πλαίσια των επιχειρηματικών συμφερόντων και συμβολαίων που απαιτούσαν τότε οι δισκογραφικές εταιρείες από τους τραγουδιστές. Κλείνει και δεν χρειάζεται να κουβεντιάσουμε περαιτέρω για αυτά.
Για να περάσω και σε σένα, παράτησες τις πανεπιστημιακές σπουδές για να αφιερωθείς στις τέχνες και, κυρίως, στη μουσική. Το «μήλο κάτω από τη μηλιά»;
Όταν έπαιρνα τότε μια συνέντευξη από τον Απόστολο, δούλευα για το κανάλι 1 του Πειραιά αν θυμάμαι καλά, στον πρώτο καιρό της μη κρατικής ραδιοφωνίας. Ήταν τρακαρισμένος πάρα πολύ και μου μιλούσε και στον πληθυντικό, σε κάποια στιγμή λέω εντάξει! Εντάξει πατέρα, ξέρουμε την σχέση μας την συγγενική, δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον πληθυντικό και έσκασε στα γέλια γιατί είχε τρακ, τεράστιο. Κι η ερώτηση που του είχα κάνει, μια από τις πρώτες ερωτήσεις, ήταν ότι: “εγκατέλειψες τις πανεπιστημιακές σου σπουδές για να αφιερωθείς στην τέχνη και κυρίως στην μουσική” ακριβώς όπως μου την κάνεις και εσύ, γιατί είχε παρατήσει την γεωπονική.
Ε, ναι, μου λέει, με τράβηξε το χειροκρότημα, με τράβηξε η τέχνη, αυτό το ένα και το άλλο και τα προς το ζην, φυσικά, γιατί έπρεπε να εργαστώ. Ε, τότε γιατί είχες αντίρρηση να σταματήσω και εγώ τις σπουδές μου;
Κι εκεί τον είχα φέρει σε ένα αδιέξοδο όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορούσε να μου απαντήσει, απλά γελάσαμε. Ναι, δεν ήθελα να συνεχίσω, ήμουν χημικός μηχανικός, τελειόφοιτος, δεν ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές, για να πάρω την θέση κάποιου χημικού μηχανικού, ο οποίος θα την άξιζε πολύ περισσότερο κι εμένα μου είχε μείνει ένα όνειρο ότι δεν ασχολήθηκα με την μουσική, τη ζωγραφική, το γράψιμο, γενικότερα με τις τέχνες. Δεν το ήθελα, μάλιστα εκείνο το καιρό είχε γεννηθεί η πρώτη μου η κορούλα και έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα, γύρισα και πήγα στο Μετσόβιο, το πολυτεχνείο, πήρα μέρος σε κάνα - δυο καταλήψεις και αυτό ήταν. Άρχισα κι εγώ να εργάζομαι πάνω στην μουσική και σε άλλες δουλειές, που δεν είχαν καμία σχέση φυσικά με την μουσική, για τα προς το ζην, όπως λέμε. Είτε στον ιππόδρομο ταμίας, είτε αγιογράφος μετά, είτε σκίτσα, είτε σε εφημερίδες και περιοδικά, διάφορα πράγματα. Οπότε και σ’ αυτόν τον τομέα, το μήλο κάτω από την μηλιά έπεσε αν και δεν μπορώ να πω ότι το χωράφι που φυτρώνουν αυτές οι μηλιές παραμένει το ίδιο. Προσπαθούν να το κάνουν χέρσο, με κάθε τρόπο, στο καιρό μας και να ξέρουμε ότι η μουσική, το τραγούδι, οι τέχνες γενικότερα, δεν είναι ένα μαγαζί ή ένα γραφείο που παραδίδεται από τον πατέρα στον γιό. Ο καθένας ξεκινάει το δικό του, πέφτεις από την μηλιά σου αλλά από εκεί και πέρα βγάζεις τις δικές σου ρίζες και άμα δεν είναι γερές και άξιες δεν πάμε πουθενά. Με το πρώτο αεράκι, με την πρώτη βροχή θα εξαφανιστείς.
Με τον Νταλάρα πρωταγωνιστή, βγήκες στη δισκογραφία, με την «Νυχτερινή κυβέρνηση» (1988). Πως συνέπεσε να πει τα πρώτα σου τραγούδια, ένας παλιός συνεργάτης του πατέρα σου; Και γενικότερα, πες μας, με λίγα λόγια, πως έφτασε στα χέρια μας, αυτή η πρώτη σου δουλειά, που έκανε αίσθηση;
Εκείνη την περίοδο, όπως σου είπα, δούλευα στην μη κρατική ραδιοφωνία και έκανα και άλλες δουλειές, για να μην έχω άμεση οικονομική εξάρτηση από την οικογένεια μου φυσικά, μιας κι η απόφαση μου να εγκαταλείψω τις σπουδές τους είχε απογοητεύσει, τους είχε στεναχωρήσει και ήθελα να στηρίξω αυτή μου την απόφαση με τις δικές μου δυνάμεις, όπως έκανα πάντα. Λοιπόν, παράλληλα θυμάμαι με την αγιογραφία εκείνο το διάστημα, είχα την κιθάρα που μου είχε κάνει δώρο ο Απόστολος, από το 1973 ,ε και κάτι έγραφα, δούλευα και σε κάτι μπαράκια μερικές φορές, είτε σαν μουσικός, είτε σαν μπάρμαν, εκεί λοιπόν, οι γνωριμίες μου με διάφορους μουσικούς, τραγουδιστές με έφερε πιο κοντά στην δημιουργία, γιατί έγραφα τραγούδια από 14 -1 5 χρονών και μάλιστα καλά τραγούδια από όσο θυμάμαι και τα ακούγαν οι συνεργάτες του Απόστολου, αλλά ο Απόστολος φυσικά ήταν αντίθετος εντελώς από το να ...
Ας πούμε η Σώτια Τσώτου ήθελε να μου γράψει στίχους τότε. Και της έλεγε ο πατέρας μου, πρώτα οι σπουδές και μετά τα υπόλοιπα, δηλαδή τη μουσική να την έχω σαν χόμπυ. Αλλά το ήξερε και ο ίδιος καλά, πως δεν μπορεί να γινόταν κάτι τέτοιο, και έτσι έγραψα τα λόγια στα περισσότερα τραγούδια από τη «Νυχτερινή κυβέρνηση», συνάντησα την Μανίνα Ζουμπουλάκη, οικογενειακή φίλη, και έτσι άρχισε σιγά - σιγά να χτίζεται κάτι, όχι σαν δίσκος, αλλά κάποια τραγούδια. Κάναμε ένα demo, με μια σπουδαία μουσικό την Βούλα, την ανιψιά του Γιάννη Σπανού, και το Νικόλα Μητσοβολέα στη φωνή, αυτο κυκλοφόρησε. Αφού είχα το θράσος την νιότης μου και της πίστης μου στα τραγούδια, είχα πάει τότε στην Lyra στον Κυριάκο Μαραβέλια, ο οποίος κάτι μου ανέφερε, μια περίεργη θέση στάση περί σουξέ, εντάξει κάπου διαφωνήσαμε. Αλλά όλο αυτό, ότι γράφω τραγούδια κι ότι μάλιστα είναι καλά είχε κυκλοφορήσει στο μουσικό χώρο. Και κάποια στιγμή είχα πάει στο ουζερί του Ανδρέα κάπου εκεί στην Πανεπιστημίου και είδα μέσα τον Γιώργο τον Νταλάρα, γεια σου τι κάνεις, αγκαλιές φιλιά το ένα το άλλο, είχα να τον δω πολύ καιρό, ίσως και χρόνια. Εκεί με ρώτησε ότι κάτι έχω ακούσει, ότι γράφεις τραγούδια. Λέω κι ‘γω, ναι βρε Γιώργο να σου στείλω καμιά κασέτα;
Αμέ, μου λέει, γιατί όχι;
Ε, μετά από δυο μέρες με παίρνει τηλέφωνο ενθουσιασμένος και μου λέει ξεκινάμε. Πάμε να τον γράψουμε τον δίσκο. Ε, τρελάθηκα από την χαρά μου, δεν ήξερα πως και τι, και μάλιστα μου λέει σου έχω μια έκπληξη, ήταν ο καιρός τότε του Σείριου του Μάνου Χατζιδάκι, λέει θα πάμε στον Μάνο Χατζιδάκι. Όντως πήγαμε στον Μάνο Χατζιδάκι, εντάξει αυτό είναι μια άλλη ολόκληρη ιστορία. Η πνευματική σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι και ο θαυμασμός μου στο έργο του και στο πρόσωπό του και οι στιγμές που περάσαμε τότε μαζί είναι μια άλλη ολόκληρη ιστορία. Και τέλος πάντων ο άνθρωπος αυτός βοήθησε πάρα πολύ, τα μάλα για να προχωρήσει αυτός ο δίσκος ο οποίος όμως, λόγω της συμμετοχής του Γιώργου, θα έπρεπε να γίνει στην Odeon, στην Μίνως δηλαδή, κάπως έτσι ξεκίνησε η «Νυχτερινή κυβέρνηση». Τον τίτλο της τον πήρε από μια εκπομπή που έκανα στο ραδιόφωνο τότε, Νυχτερινή Κυβέρνηση, με τις τότε μου πολιτικές ανησυχίες, πάντα αριστερές φυσικά. Που τις εξέφραζα τότε και μέσω των ερτζιανών που λέμε, μέσα από το ραδιόφωνο. Ήταν η εκπομπή μου νυχτερινή κυβέρνηση.
Κατά πόσο πιστεύεις ότι έχεις επηρεαστεί από τον πατέρα σου, εσύ ως συνθέτης και ποιες θα έλεγες, ότι είναι, ευρύτερα οι μουσικές επιρροές σου;
Κι εγώ και εκατοντάδες άλλοι δημιουργοί έχουν επηρεαστεί από τον Απόστολο Καλδάρα. Δεν μπορούσα να ξεφύγω, ένας άνθρωπος που ασχολείται με το ελληνικό τραγούδι, είναι αδύνατο να μην επηρεαστεί από ένα τέτοιο μεγάλο συνθέτη σαν τον Απόστολο Καλδάρα, ο οποίος σε όλα τα χρόνια της σταδιοδρομίας του ήταν καθοριστικός και πρωτοπόρος, ε, λοιπόν μπορώ να πω πως δεν επηρεάστηκα; Φυσικά και επηρεάστηκα, αλλά το καλύτερο που συνέβη με τον Απόστολο έχει δυο μορφές πρώτα από όλα, με το ότι ήταν αντίθετος με το να ακολουθήσω την συνθετική μου καριέρα, πράγμα που με επαναστάτησε περισσότερο και με πείσμωσε, και ένα δεύτερο ότι μου πρόσφερε το DNA μου, να έχω τους λαϊκούς δρόμους μέσα μου, λες και έχω γεννηθεί με αυτούς. Αυτά τα δυο.... α, παρένθεση για την «Νυχτερινή Κυβέρνηση», ο Απόστολος την άκουσε για πρώτη φορά σε βινύλιο, όταν είχε βγει το πρώτο δοκιμαστικό, τότε βγάζαμε ξέρεις με το καλούπι που λέμε στο βινύλιο. Εκεί είχε ακούσει την «Νυχτερινή Κυβέρνηση» και είχε συγκινηθεί τόσο, που είχε δακρύσει και μου φώναζε θα σκίσουμε ρε πούστη, θα σκίσουμε μπράβο, αυτή ήταν παρένθεση οικογενειακή για το πρώτο μου δίσκο τη «Νυχτερινή Κυβέρνηση». Οπότε πως μπορώ να πω πως δεν έχω επηρεαστεί;
Από έναν άνθρωπο που τον θαύμαζα και τον θαυμάζω ακόμη και είναι αξεπέραστος.
Επίσης οι υπόλοιπες μουσικές επιρροές μου είναι από παντού, είναι από ότι μου αρέσει, φυσικά από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο, από ποιον άλλον να πω;
Και από την φύση επηρεαζόμαστε, οπότε οι ευρύτερες μουσικές μου επιρροές βρίσκονται παντού, ακόμα και στο κλάμα της κόρης μου ή στην μελωδία που θα πει.
Τη «Νυχτερινή κυβέρνηση», την ακολούθησαν άλλοι 5 προσωπικοί σου δίσκοι («ΓΕΙΑ ΣΑΣ… ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ;»/1991, «ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ»/1993, «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ»/1998, «ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ» /1999), καθώς κι ο δίσκος, που συνυπογράφετε μαζί με τον Ηρακλή Βαβάτσικα «ΠΕΣ ΜΟΥ ΨΥΧΗ» (1999). Θα ήθελα, με δυο λόγια, για την κάθε σου δουλειά, να μας δώσεις το ύφος της, αλλά και το απόσταγμα, πια, μέσα σου, με την πάροδο του χρόνου.
Δύσκολη αυτή η ερώτηση, γιατί πρέπει να συγκεντρώσω όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου και της δημιουργίας μου σε μερικές φράσεις. Επιγραμματικά όμως, “τα σύνορα” ήταν πάλι μια συλλογή τραγουδιών, ποτέ δεν έγραφα για κάποιον ερμηνευτή, έγραφα απλά τραγούδια μέσα από τα οποία ήθελα πάντα κάτι να πω. Στα “Σύνορα” είχα την ευτυχία να συνεργαστώ με τους σημαντικότερους ερμηνευτές εκείνης της εποχής, κάποιους από τους σημαντικότερους, οι οποίοι τότε καθόριζαν τα σύνορα του Ελληνικού τραγουδιού, δηλαδή από την Σωτηρία Μπέλλου, την αείμνηστη τρομερή Σωτηρία, την Βίκυ Μοσχολιού, χρονολογικά και στο παρελθόν το βάζω κι όρια συνόρων, την Ελένη Βιτάλη, την Αφροδίτη Μάνου, τον Βασίλη Λέκκα και την Ελένη Τσαλιγοπούλου, την σύγχρονη τότε φωνή που έβγαινε στο ελληνικό τραγούδι το ‘91 δηλαδή. Οπότε ήταν τα σύνορα του Ελληνικού τραγουδιού, γι’ αυτο και το είπα έτσι, ένα ταξίδι μουσικό. Εκεί είχα την χαρά να συνεργαστώ και με τον Γιώργο Κρητικό. Στους “Καθρέπτες”, ήταν ένας προσωπικός δίσκος και ίσως ο μόνος δίσκος που έγραψα για μια φωνή, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τα λόγια των κομματιών, το ομώνυμο τραγούδι ήταν το τελευταίο, το οποίο γράφτηκε έτσι λίγο περίεργα πάλι, παράδοξα, ξύπνησα με το τραγούδι αυτό στο στόμα μου και βγήκε έτσι πολύ σύντομα, πολύ όμορφα και με μεγάλο μεράκι. Ήταν και η εποχή που είχα γνωρίσει και αγαπήσει και την Νάουσα όπου κατοικώ πλέον. «Τα τραγούδια απ’ το παράθυρο», που μεσολαβήσαν και πολλά χρόνια από τους «Καθρέπτες», είχαν μια απόσταση 3 - 4 χρόνια δισκογραφίας τουλάχιστον, είχαν ξεμείνει μέσα σε ένα συρτάρι αυτά. Πρώτα από όλα τα ηχογράφησα, έκανα το demo μέσα σε ένα στούντιο με τον Αλκίνοο γιατί ήδη είχαμε γίνει πάρα πολύ καλοί φίλοι, ο Αλκίνοος τότε δούλευε στο «Χάραμα» κι όχι μόνο φίλοι ήμασταν και γείτονες, αλλά όταν λέμε γείτονες εννοούμαι μεσοτοιχία. Ο ένας έμπαινε στο σπίτι του αλλουνού, από την πίσω πόρτα, από του μπαλκονιού την πίσω πλευρά, και συγκεκριμένα από την τουαλέτα. Έκανα εκεί το demo, είχε κάποιες μικρές απογοητεύσεις από τις επαφές που είχα κάνει για το ποιος θα το ερμηνεύσει, το σημαντικό όμως είναι ότι ο τίτλος του, εδώ πέρα βγήκε στην Νάουσα, γιατί εδώ γραφτήκαν τα περισσότερα τραγούδια στο σπίτι του φίλου μου του Αναστάση Κτώνα, όπου με φιλοξένησε για κάνα - δυο μήνες, με υπέφερε και τον υπέφερα και τα τραγούδια αυτά τα έγραφα σε ένα υπέροχο παλιό γραφείο που είχε. Ήταν απέναντι από ένα παράθυρο, όπου απέναντι φαινόταν όλος ο κάμπος της Ημαθίας και παραπέρα ως την Θεσσαλονίκη και κοντά δεξιά ήταν η εξωτερική τουαλέτα στο μπαλκόνι μιας γιαγιάς. Και έτσι λοιπόν αυτά ήταν «Τα τραγούδια από το Παράθυρο» μπαινόβγαιναν μελωδίες και στίχοι, από εκεί πέρα, από του Αναστάση το παράθυρο. Στην “Αυλή του φεγγαριού” με την Ρηνούλα Χαρίδου, ήταν ένας πειραματισμός να γράψουμε καινούρια πράγματα μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα πάνω στην φωνή της Ειρήνης και απλά δεν πήγε καλά εμπορικά, τότε πλέον άλλαζε και εντελώς το σκηνικό της δισκογραφίας. Αλλά πιστεύω πως κάποια στιγμή ο δίσκος αυτός θα επανεμφανιστεί, όπως και τραγούδια από διάφορους άλλους δίσκους. Η συνεργασία μου με τον Ηρακλή Βαβάτσικα , τον Ηρακλή τον λέω μουσικαδερφό μου, οπότε η συνεργασία μας πολύ φυσιολογικά ήρθε, με άξονα την Μόρφω Τσαϊρέλη, γυναίκα του Ηρακλή, όπου τους γνώρισα εγώ σε ένα μαγαζί που παίζαμε και είχα τον Ηρακλή μουσικό και φώναξα από την Θεσσαλονίκη την νέα φωνή και το νέο ταλέντο τότε Μόρφω Τσαϊρέλη να κατέβει στην Αθήνα και να συνεργαστεί μαζί μας στην “Σφίγγα”, όπου έκανα ένα πρόγραμμα τότε, με την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τον Λιούγκο και τον Κωστή Παυλίδη, και είχαμε και την Μόρφω που γνωριστήκανε και παντρευτήκανε και ήμουν εγώ υπαίτιος για την γνωριμία τους και φυσικά κάναμε μαζί τον πρώτο δίσκο της Μόρφως. Ένας τρομερός δίσκος γιατί κι ο Ηρακλής είναι ένας σημαντικός συνθέτης, εκτός απο ένας φοβερός μουσικός, υπέροχος μουσικός έτσι, είναι κι ένας σημαντικός συνθέτης.
Να μας πεις και για το «κεφάλαιο “ΓΡΑΜΜΕΣ”» (τη γνωστή μουσική σκηνή), τα όσα σημαντικά μουσικά διαδραματίστηκαν εκεί, αλλά και για το πώς φτάσαμε στο τέλος αυτής της προσπάθειάς σου.
Οι «Γραμμές» ήρθαν σε μια εποχή την καλύτερη και σε μια στιγμή την καλύτερη και την χειρότερη μαζί. Γιατί αρχίσαμε με την ανάγκη της δικιάς μου της γενιάς να έχει ένα χώρο που να μπορεί να φιλοξενήσει ένα αξιοπρεπή αριθμό κοινού, έτσι ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει έναν καλό ήχο, μια καλή σκηνική παρουσία, όλα αυτά τα πράγματα, να ξεφύγουμε λίγο από τις μικρές μουσικές σκηνές των 70, 100, 150 ατόμων το πολύ και να πάμε σε κάτι καλύτερο, να εκφραστούμε. Και παράλληλα ήταν και η χειρότερη γιατί ακολούθησε την πτώση και την, πως να το πω, την παρακμή, σε εισαγωγικά, θα μπορούσαμε να το πούμε, της δικιάς μου γενιάς. Γιατί δεν μπορώ να μιλήσω για κορύφωση, μιας που ακόμα είμαστε ενεργοί. Μιλάω για παρακμή, γιατί η συμπεριφορά μας ήταν συμπεριφορά κληρονόμων από τους παλιότερους, παραλάβαμε την έννοια δημιουργός ακόμα και από τους νεότερους Λοΐζο, Ρασούλη, κλπ. και την παραδώσαμε στους τεχνοκράτες, στους μάνατζερς και στις εταιρείες αμαχητί κιόλας, για λίγα αργύρια. Και στην εποχή μας η έννοια δημιουργός εξαφανίστηκε από το Ελληνικό τραγούδι. Με παράλληλη εμφάνιση και ανύψωση του όρου μάνατζερ ή δημοσιοσχετίστα. Και λέω επίσης κληρονόμοι, γιατί παίρνοντας τις εξαιρετικές στιγμές, τον αγώνα για το μεροκάματο και τον αγώνα για το καλό τραγούδι όλων των προηγούμενων. Εμείς τότε είχαμε αποφασίσει ο καθένας να χαράξει τον δικό του δρόμο, που ήταν τόσο ίδιος με των άλλων, αλλά δεν ξέρω γιατί δεν έπαιρνε πολλούς μαζί μια σκηνή, κάτι που παρακαλούσα πάντα, και ο καθένας προτιμούσε να είναι μόνος του. Σαν αποτέλεσμα είχε οι «Γραμμές» να ξεκινήσουν με τις καλύτερες καλλιτεχνικές προϋποθέσεις. Να εμφανιστούν όλοι οι σημαντικότεροι δημιουργοί και καλλιτέχνες της γενιάς μου και της προηγούμενης γενιάς, αλλά και της επόμενης θα μπορούσε να υπάρχει και καλλιτεχνικά να έχουν μια τεράστια επιτυχία. Ε, οικονομικά, επειδή κι εγώ δεν ήμουν πάρα πολύ καλός στα επιχειρηματικά μου και σε αυτά τα πράγματα να αποτύχουν. Με αποτέλεσμα να τις παραδώσω, να τις εγκαταλείψω, να τις πουλήσω τελευταία στιγμή, πριν έχω χειρότερα αποτελέσματα και να περάσουν πλέον στην λήθη και στο παρελθόν σαν σημείο αναφοράς, ότι κάποτε σε αυτό το χώρο, σε αυτή την σκηνή πέρασαν τόσοι και τόσοι αξιόλογοι καλλιτέχνες του Ελληνικού τραγουδιού και του θεάτρου, γιατί παράλληλα υπήρχαν κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Μπορώ να πω ότι ήταν μια υπέροχη, σκληρή και απογοητευτική παράλληλα εμπειρία οι «Γραμμές» και δεν μιλάω για το οικονομικό, αυτο ήταν το αποτέλεσμα που ίσως να φταίω κι εγώ γιατί δεν μπορούσα, ούτε άνθρωπος της νύκτας να 'μαι, ούτε κουμπουροφόρος, ούτε επιχειρηματίας. Μιλάω περισσότερο με το ότι συμβάδισε με την πορεία του σύγχρονου Ελληνικού μας τραγουδιού. Και κάπου μαράζωσε μαζί με αυτό. Ή τουλάχιστον δεν νικήσαμε, δεν λέω ηττηθήκαμε, αλλά δεν νικήσαμε στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Κάτι που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει και πολλές αιτίες βρίσκουν τις ρίζες τους σε εμάς τους ίδιους που το γράφαμε τότε.
Κώστα είσαι ένας δημοκρατικός καλλιτέχνης και πολίτης. Η Ελλάδα μέσα σε λίγα χρόνια κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, οι πολίτες της βιάζονται οικονομικά κι έχασαν όλα τους τα δικαιώματα κι ο νεοναζισμός μπήκε στο κοινοβούλιο και, δυστυχώς γιγαντώνεται… Δεν θα σε ρωτήσω το κλασικό «τι κάνουν οι καλλιτέχνες κι οι πνευματικοί άνθρωποι», αλλά θα σε ρωτήσω, όλη αυτή η αγανάκτηση που βουίζει από όλους μας κι ανάμεσά μας – «οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος» κλπ., πως όταν ήρθε η ώρα της κάλπης, βγάλαμε μια από τα ίδια και καταλήξαμε να έχουμε κυβέρνηση των δυο «αιώνιων εχθρών» (ΝΔ & ΠΑΣΟΚ), αλλά και υπαιτίων της καταστροφής μας;
Θα συμφωνήσω μαζί σου και μάλιστα θα πω ότι, η χώρα μας τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε πόλεμο, σε ένα οικονομικό πόλεμο αλλά και σε ένα πόλεμο αξιών και θεσμών. Με ανθρώπινα θύματα, με τσακισμένες ελπίδες, με φτώχεια, κοινωνικό μίσος και πολιτιστικό αφανισμό. Ο οικονομικός εξευτελισμός, που εκφράζεται από τα καθεστωτικά μνημόνια, από την πρακτική της αριθμολαγνείας, που έχουμε τελευταία, είναι η τρίτη φάση αυτού του πολέμου, προηγήθηκαν άλλες δυο όχι και τόσο φανερές αλλά εξίσου καταστροφικές. Η πρώτη αφορούσε την υποτίμηση, τον ευτελισμό και τελικά την απαξίωση του πολιτισμού μας, που αφορά και στην μνήμη φυσικά, αναφέρεται και στην μνήμη κι η δεύτερη την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, ένας λαός, το ξέρουμε πολύ καλά, ότι ένας λαός χωρίς πολιτισμό είναι ένας λαός υποχείριο χωρίς δημιουργικότητα και χωρίς μνήμη. Καταλήξαμε στην χυδαία αλλά και φθίνουσα εμπορευματικοποίηση της τέχνης, αποκλείοντας την δημιουργία, την παιδεία και την εξέλιξη. Το υπουργείου πολιτισμού λειτουργεί σαν μαγαζάκι με τουριστικά είδη, προσφέροντας σε χαμηλή τιμή στους αποικιοκράτες της Ευρώπης ότι πουλιέται από τον πολιτισμό, την ιστορία και την τέχνη αυτού του τόπου. Ο αποκλεισμός όμως του σύγχρονου πολιτισμού και της δυναμικής του είχε ξεκινήσει από την Χούντα, αν το θυμόμαστε, με παράλληλη προβολή ασήμαντων και κατευθυνόμενων προπαγανδιστών. Η μεταπολίτευση, που στηρίχθηκε στον αγώνα του πολιτισμού, έδειχνε ότι συμμάχησε, γιατί γρήγορα το μετέτρεψε σε λαϊκισμό. Αργότερα με την κυριαρχία των ιδιωτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, σου ανέφερα στην αρχή τα μη κρατικά ραδιόφωνα και αυτά μετά έγιναν εντελώς ιδιωτικά μαγαζιά, με την κυριαρχία αυτών, ότι καλό είχε επιφέρει η μεταπολίτευση διαστρεβλώθηκε, απαξιώθηκε και στο τέλος εξαφανίστηκε. Υφαρπάζοντας όλα τα πνευματικά και εκδοτικά δικαιώματα, οι καναλάρχες σήμερα, μπορούν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της παραγωγής της τέχνης και της έκφρασης του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο αφανισμός των δισκογραφικών εταιρειών, το κλείσιμο των δισκοπωλείων, βιβλιοπωλείων, το μαζικό κλείσιμο των θεάτρων και γενικότερα των χώρων τέχνης και πολιτισμού, η έννοια και όρος δημιουργός έφυγε από το λεξικό μας και αντικαταστάθηκε από τους όρους διασκεδαστής, εμπορικός, μοντέρνος, εκφράζοντας τους αναλώσιμους υπηρέτες του star system, που απευθύνονται σε πελάτες καταναλωτές. Πλέον επικρατεί το αξίωμα, ότι πουλάει είναι καλό. Οι Βορειοευρωπαίοι, που δεν φημίζονται και τόσο για την πολιτιστική τους κληρονομιά, θα έλεγα, υποβάθμισαν το περιεχόμενο, δίνοντας αξία στο μέσο. Έτσι μας πουλάνε υπέροχες τηλεοράσεις και ηχοσυστήματα, για να βλέπουμε και να ακούμε σκουπίδια. Με αδύναμο τον πολιτισμό και την μνήμη μας εξολοθρευμένη και μαυρισμένη σαν την εικόνα της ΕΡΤ, ήταν πιο εύκολη η επόμενη φάση του πολέμου που είχε σαν στόχο την διάρρηξη του κοινωνικού μας ιστού. Σαν καθρεφτάκι σε πρωτόγονους, προσφέραν την δημιουργία σαν όπλο απομόνωσης και άχρηστης επιδεξιότητας και γνώσης. Έτσι δημιουργήσανε μοναχικούς νάρκισσους. Η ανταλλακτικότητα που εμπεριέχεται στην κοινωνική συνοχή περιορίστηκε στην εικονική σχέση ανθρώπου και οθόνης, στόχος ήταν η αποξένωση του ατόμου από την κοινωνία κι η επιβολή μιας φοβικής εξουσίας με πλαστές και ανώδυνες ενέσιμες αντιθέσεις, δηλαδή να ομαδοποιούμε τους ανθρώπους, να ασχολούνται με επί μέρους προβλήματα, ανώδυνα τα περισσότερα, για να δημιουργούν αντιθέσεις και να εκτονώνουν την επαναστατικότητα τους, την διαφωνία τους, φτάνει να κλείνουν τα μάτια τους στα κύρια προβλήματα, αυτά που συντελούνται από τις κυβερνήσεις. Και ειδικά τις τελευταίες, των τελευταίων δυο χρόνων. Αποτέλεσμα λοιπόν οι επιδερμικές και καταναλωτικές διεκδικήσεις, με βάση το εγώ κι η ανύψωση μιας διεφθαρμένης ηθικής, με προσωρινές και ευάλωτες αξίες lifestyle, όπως βλέπουμε καθημερινά. Σαν κορύφωση πλέον ήταν η επιλεγμένη, από αυτούς, απαξίωση του πολιτικού όντος, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αντικαθιστώντας το πολιτικό πρόσωπο με ένα τεχνοκρατικό προφίλ, ως διορισμένο μάνατζερ ,π.χ. Υπουργό οικονομικών που δεν ανήκει σε πολιτικούς σχηματισμούς, ή ιδεολογίες αλλά σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Τέλος κατάφεραν την απαξίωση κι αυτής της ίδιας της πολιτικής σκέψης. Αυτο το βλέπουμε πολύ και στους νέους ανθρώπους, υπηρετώντας την αερολογία, την συκοφαντία, την αριθμολαγνεία και τον νεοφιλελευθερισμό και την ποιότητα, εντός εισαγωγικών, του τηλεοπτικού χρόνου. Έτσι προβάλουν μια τεχνική αδυναμία αντίδρασης, επιβάλουν το δόγμα του τέρατος που είχε πει κι ο Χατζιδάκις κι άλλοι παλαιότερα. Μπορεί να είμαι τέρας, με άλλη μορφή φυσικά τώρα, αλλά κι ο άλλος δεν είναι καλύτερος. Οπότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να με συνηθίσεις ή ακόμα καλύτερα να μας μοιάσεις. Έτσι το τρίτο μέρος του πολέμου που σου αναφέρω, βρήκε πρόσφορο έδαφος όταν αυτοί αισθάνθηκαν δυνατοί και ακλόνητοι, απέναντι σε ένα ανίσχυρο και πειθήνιο όχλο, πήραν την απόφαση να περάσουν στην τελευταία πράξη του έργου. Μετά από την πολιτισμική κατάρρευση και την κοινωνική αποδυνάμωση, που αναφέρθηκα πριν, πέρασαν πιο εύκολα στην οικονομική εξαθλίωση και το ξεπούλημα της χώρας μας και των ιδανικών μας. Εδώ όμως πιστεύω ήταν η παγίδα που έπεσε μέσα αυτό το σύστημα, δηλαδή σε όλα αυτά που βλέπεις, στις προσπάθειες αλληλεγγύης, από τα κανάλια ή από άλλα όργανα της εξουσίας ή ακόμα τις εκκλησίες ή κρατικούς φορείς δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ο κοινωνικός ιστός είχε φθαρεί, ο δίαυλος αυτής της κατευθυνόμενης προπαγάνδας είχε σπάσει, ο άλλος παρέμενε ξένος. Η οθόνη δεν νικούσε την ανέχεια, την αδικία και την πείνα. Δεν έβρισκες κάποιον δίπλα σου να σε παρηγορήσει, να σου συμπαρασταθεί και να του φορτώσεις τα δεινά ή να τσακωθείς μαζί του και να εκτονωθείς. Όπως γινόταν παλιά που η Ελλάδα ήταν φτωχή, είχες τον γείτονα σου. Έτσι τώρα όλοι κι ο καθένας ξεχωριστά κοίταξε γύρω του, ας το δούμε έτσι και τότε είδαμε τους χορτάτους, τους κυβερνήτες, τους διεφθαρμένους να υψώνονται μπροστά μας, είδε το τέρας που λέω και δεν του άρεσε καθόλου, δεν του έμοιαζε, πλέον κανένας δεν μπορούσε να πείσει τον άλλον ότι φταίει ο διπλανός του γιατί ο διπλανός του δεν υπήρχε τον είχαν εξοντώσει. Τότε λοιπόν αναγνώρισε και τις συμπληγάδες του δικομματισμού που τόσα χρόνια τους εγκλωβίζανε στην ανυπαρξία. Αλλά είδανε ότι αυτές οι συμπληγάδες είναι σαθρές ψεύτικες και αδύναμες. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε και τώρα ότι βρίσκονται στο κύκνειο άσμα τους, είναι ο ρόγχος και γίνονται και πιο επικίνδυνοι και προσπαθούν να κάνουν γρήγορα - γρήγορα οποιαδήποτε προδοτική και αισχρή κίνηση για την χώρα μας και για τον λαό της. Εγώ είμαι σίγουρος ότι εδώ για εμάς είναι η αρχή, κι όπου για εμάς υπάρχει αρχή γι’ αυτούς υπάρχει το τέλος.
Η Αριστερά μπορεί να παίξει μια εναλλακτική(κυβερνητική εννοώ) λύση, ή ακόμα η πλειοψηφία, έχει μια καχυποψία απέναντί της, λόγω της ταύτισης (μέρους της) με τον πρώην «υπαρκτό σοσιαλισμό» που κατέρρευσε;
Κοίτα να δεις, τώρα σου είπα ... μιλάς για την καχυποψία, εγώ θα σου πω πως η καχυποψία αυτή έχει βρει έδαφος σε ένα νέο είδος πολίτη, έτσι το ονομάζω εγώ. Ο παθητικός ρόλος που διαπαιδαγωγήθηκε ο λαός, η ιδέα της ανίκητης διαφθοράς της εξουσίας και του κεφαλαίου έγινε σημαία και επέβαλε μια αρρωστημένη νοοτροπία δημιουργώντας αυτό το νέο είδος πολίτη. Έναν πολίτη χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο με έλλειμμα πολιτισμού, κοινωνικής μόρφωσης και παιδεία. Αυτό τον πολίτη που εμπιστεύεται τα κατευθυνόμενα μαζικά ρεύματα, που του υπόσχονται έτσι, ξέρεις, μερίδιο εξουσίας. Βλέπε αυτούς τους δύσμοιρους, αχυράνθρωπους, μαριονέτες που μπήκαν στην καινούρια δημόσια τηλεόραση, παράδειγμα πρόσφατο. Λοιπόν, τους υπόσχονται ένα μερίδιο εξουσίας, πριν τους πετάξουν, ή ακόμα και νίκης κι ανάξιας έτσι κι όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής, αλλά και σε κοινωνικό, επαγγελματικό, ακόμη κι αθλητικό. Θυμάστε πάρα πολύ καλά όλες αυτές τις νίκες πόσο μας εξήραν την φαντασία και το πατριωτικό μας συναίσθημα ε; Και γαμώ τους Έλληνες δηλαδή. Έστω αν ήταν ψεύτικα, ντοπαρισμένα και φάλτσα ή το ποδόσφαιρο όλες αυτές οι παράγκες που υπάρχουν και τα βρώμικα παιχνίδια που υπάρχουν, φτάνει να νικάμε και να μας χειροκροτάνε, έστω και στο τάβλι κι ας είναι στημένα όλα αυτά τα παιχνίδια. Έτσι αυτό το νέο είδος πολίτη είναι αφοσιωμένος στο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού, αποδέχεται την εκμετάλλευση και την αναξιοκρατία στην εργασία, γιατί μέσα από εκεί έχει μάθει να ελίσσεται, όχι να εξελίσσεται φυσικά. Και με αυτόν τον τρόπο ανοίξανε τον δρόμο για τον απόλυτο έλεγχο των αντιδράσεων της κοινωνίας κι αυτή η συγκυβέρνηση που υπάρχει το έχει εκμεταλλευτεί, με κορύφωση τον κοινωνικό αυτοματισμό. Που τελευταία έχει αρχίσει κι αυτός να δείχνει πως τα θεμέλια του δεν είναι και τόσο στέρεα, αρκετά σαθρά. Επίσης θα ήθελα να προσθέσω, αν η αριστερά μπορεί να παίξει ρόλο, αυτό σου είπα τώρα, γιατί δεν δείχνουν την εμπιστοσύνη. Τώρα μια αριστερή προοδευτική κυβέρνηση με σοσιαλιστική προοπτική, φυσικά κι ο άμεσος αγώνας για το αύριο με βάση την οικονομία, αλλά δεν θα εξαντληθεί στις οικονομικές διεκδικήσεις και στην οικονομική ανάπτυξη. Έχει προτεραιότητα η ανθρωπιστική κρίση που έχει η Ελλάδα μας, η χώρα μας τα τελευταία χρόνια της ανεργίας της φτώχιας, αλλά είναι εξίσου σημαντικό οριστικό για την πορεία μας ο πολιτισμός, όπως κι η οικονομική συνοχή, από ‘κει πρέπει να αρχίσει η ανοικοδόμηση της σύγχρονης και Δημοκρατικής Ελλάδας. Μια αριστερή κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει την τέχνη, μια και σε αυτο το τομέα μπορώ να μιλήσω καλύτερα κι όχι στην οικονομία, με προοπτική δεν θα ενδιαφερθεί να ποδηγετήσει την τέχνη προς το πρόσφορο πολιτικό συμφέρον. Και το γνωρίζει πολύ καλά πως δεν μπορεί και να την εμπνεύσει. Ξέρει πολύ καλά πως η τέχνη φτιάχνεται, αλλά και φτιάχνει κινήματα. Δημιουργεί κοινωνικούς ιστούς που κρατάνε ζωντανές τις προοδευτικές και κοινωνικές αξίες. Γι’ αυτο το λόγο λοιπόν θα πρέπει να δημιουργήσει τις δομές και να προσφέρει το έδαφος πάνω στο οποίο θα υπάρχουν οι τέχνες κι ο πολιτισμός, να καλλιεργούνται, να εξελίσσονται και να έρχονται σε άμεση επαφή με την κοινωνία. Οι δομές λοιπόν θα πρέπει να προσφέρουν στους ανθρώπους της τέχνης μια αξιοπρεπής διαβίωση και προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, να τους παρέχεται η απρόσκοπτη και συνεχής δυνατότητα σπουδής και εργασίας κι η κοινωνία από την οποία φυσικά προερχόμαστε όλοι και στην οποία απευθυνόμαστε να μπορεί να κρίνει την τέχνη με όρους παιδείας, τέχνης και πολιτισμού. Γεγονός φυσικά που μόνο μια κοινωνία που ζει σε συνθήκες αξιοκρατίας, ισότητας και δικαιοσύνης μπορεί να τα καταφέρει. Έτσι πιστεύω ότι η αριστερά μπορεί να παίξει μια εναλλακτική κυβερνητική λύση, όπως την αναφέρεις εσύ.
Εσύ, προσωπικά, σε τι προσδοκάς, σε τι ελπίζεις, τι βλέπεις εφικτό ως μια ανακουφιστική, για το λαό, λύση; Ή είσαι απαισιόδοξος;
Σου ανέφερα, ότι πρέπει να αναμορφώσουμε, αυτό το νέο είδος πολίτη, μέσα σε εισαγωγικά, με δομές, με κοινωνική συνοχή και με πολιτισμό. Εκεί εμπεριέχεται κι η απάντηση μου, είμαι αισιόδοξος.
Να επανέλθω, όμως, λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας, στα καλλιτεχνικά. Μας χωρίζει, σχεδόν, μια 15ετία από την τελευταία σου ολοκληρωμένη προσωπική δουλειά. Γιατί αυτή η αποχή;
Δεν το βλέπω σαν αποχή, το βλέπω σαν μη συμμετοχή. Γιατί στα συρτάρια μου, όπως λέμε εμείς και φτιάχνουμε μερικά πράγματα και δεν είναι τόσο ογκώδη, χωράνε σε ένα συρτάρι, τα συρτάρια μου λοιπόν είναι γεμάτα από ολοκληρωμένες προσωπικές δουλειές, το γιατί δεν έχουν κυκλοφορήσει όλο αυτό το διάστημα θα το βρεις στις προηγούμενες απαντήσεις μου. Για την πορεία του Ελληνικού τραγουδιού, για την πορεία της δισκογραφίας, για την πειρατεία, για την απαξίωση της τέχνης από το περιβάλλον, χωρίς να είμαι εγώ ο εκπρόσωπός της έτσι, ή κάποια σημαντική στιγμή, μακριά από εμένα αυτοί οι λεονταρισμοί και οι βλακείες κι οι ανοησίες, τα υπερφίαλα πράγματα, αλλά τουλάχιστον θα ήθελα να είχα την άνεση να δημιουργώ και να μπορώ να το δημοσιοποιώ αυτό. Αυτή η άνεση δεν υπάρχει, πλέον τα τελευταία χρόνια είμαι αποκλεισμένος, η μουσική διώκεται. Το ένιωσα από τις «Γραμμές», τέλη '90 αρχές 2000, όπου η μουσική ήταν υπό διωγμό, από τον δήμο, είτε από τις νομικές υπηρεσίες του δήμου, είτε από την αστυνομία, είτε από το υγειονομικό, από όπου μπορείς να φανταστείς, κλείνοντας, φυσικά, τα μάτια στα μεγάλα μαγαζιά, στους σκυλάδες σε αυτούς που σήμερα, με χαριτωμένο τρόπο, φανερό ή λιγότερο φανερό, σηκώνουν την παλάμη τους και την τεντώνουν σε φασιστικούς χαιρετισμούς, ή σε λόγια συμπάθειας προς την Χρυσή Αυγή, ή σε μαγκιές, πως να σου πω, άνανδρες μαγκιές, αν μπορούν να συμπεριληφθούν αυτές οι δυο λέξεις μαζί, ψευτομαγκιές μπράβων, δηλαδή, που εκφράζονται κι ανοησίας, τεράστιου ελλείμματος πολιτισμού. Οι άνθρωποι αυτοί, την δουλειά τους αυτή έκαναν πάντα, να τα κονομάνε, να παίρνουν τεράστια μεροκάματα και να μην τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο, παρά ο πελάτης και να μην τον κοιτάνε ούτε στα μάτια, ούτε στην ψυχή, ούτε στο μυαλό . Να τον κοιτάν στην τσέπη και στο στομάχι, πιο χαμηλά που λένε και κάτι τέτοια τραγούδια. Με αυτούς δεν θα ασχοληθώ, θα σου μιλάω για την τέχνη, την αληθινή τέχνη του τραγουδιού. Η οποία αυτή την στιγμή βρήκε τοίχο και μάλιστα αυτή την στιγμή είναι και υπό διωγμό, όπως σου λέω και δεν υπάρχει και πουθενά, δεν υπάρχει και δισκογραφική εταιρεία, πρέπει να έχεις λεφτά για να βγάλεις δίσκο και μάλιστα δεν υπάρχει και νόημα, γιατί και να τον βγάλεις δεν υπάρχει και ποιος να σου τον πουλήσει, και να υπήρχε και πάλι δεν υπάρχει ποιος να σου το προωθήσει, από που; από ποιο ραδιόφωνο θα ακουστούν αυτά τα πράγματα; Όπως βλέπεις, το πνίξιμο που σου προανέφερα για τον πολιτισμό, που ήταν το πρώτο θύμα του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού στην σύγχρονη μορφή του. Ο πολιτισμός έχει τις συνέπειες τις πολύ φανερές πλέον με τον αφανισμό του. Οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για αποχή αλλά για δίωξη. Ότι σήμερα ο δημιουργός εάν υπάρχει, είτε είναι φιμωμένος ή είναι φυλακισμένος στο σπίτι του μέσα. Να μην μπορεί να αποδώσει και να εκφράσει το έργο του.
Να πω και το εξής. Τα πολιτικά συστήματα, όσο και να μην μπορούν να προσδιορίσουν ή να καθοδηγήσουν την έμπνευση έχουν πάντα έναν ενεργό ρόλο στην εφαρμογή της τέχνης. Και το ξέρουν πάρα πολύ καλά και γι’ αυτό αντιδράν σήμερα. Πότε με την αντίθεση τους και πότε με την συμμαχία τους, ανάλογα με την σκοπιμότητα ή την στρατηγική τους. Έτσι είδαμε τώρα να δίνουν στην τέχνη την μορφή του περιττού ή του επικίνδυνου, να την απαξιώνουν να την διώκουν, άλλες φορές όμως να την ποδηγετούν και με την μορφή της προπαγάνδας, να την κατευθύνουν και να δημιουργούν ρεύματα βραχύβια, αναγκαστικά δεν μπορούν να ζήσουν πολύ αυτά τα πράγματα. Αυτή όμως η άμεση και καθοριστική επιρροή, στην εξέλιξη της τέχνης και του πολιτισμού που έχουν τα πολιτικά συστήματα, μια σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, είναι η κοινωνία, οι κοινωνικές σχέσεις που είναι και η γενεσιουργός αιτία τους. Αυτή η αιτία που διαμορφώνει ήθη, έθιμα κι αξίες ακόμα και προκαταλήψεις. Εδώ λοιπόν, στον σύγχρονο καπιταλισμό, εφαρμόστηκε η πρακτική της εύπλαστης και μαζικής παραγωγής. Που μετέτρεψε την τέχνη σε εμπόρευμα καταναλωτικής αξίας, αξιοκρατίας και αξιολόγησης. Έτσι μας αποδυναμώσανε την ιδιαιτερότητα μας, την καλλιέργεια, την καλλιτεχνική ανησυχία και κάναν αυτοσκοπό την ομοιότητα. Μπορώ να πω πως κάναν μια προσομοίωση της τέχνης με την κοινωνική ανώδυνη κολακεία και την εμπορική επιτυχία. Αυτά πρέπει να φύγουν πια από το μυαλό μας. Αυτό το επιστέγασμα της ακολουθίας των πολιτικών συστημάτων, όπως είναι ο καπιταλισμός, πρέπει να φύγει από το μυαλό μας. Δεν μπορεί η τέχνη να είναι ακόλουθος, πρέπει να είναι πρωτοπόρος των εξελίξεων. Γιατί αυτό προσπάθησαν να κάνουν, να την αφαιρέσουν από την κοινωνία, από τον λαϊκό μας πολιτισμό που είναι από τα ισχυρότερα εφόδια στην πορεία προς το μέλλον. Γιατί ένα επιπλέον συστατικό στοιχείο της τέχνης, που την καθιστά ακόμα πιο επικίνδυνη στα σύγχρονα αυτά καθεστώτα, που υπηρετούν την κεφαλαιολιγαρχία, είναι κι η μνήμη που σου ανέφερα και στην αρχή, αυτή που μπορεί να γίνει και ορμητήριο. Να γίνει ο καταλύτης στην εξέλιξη του πολιτισμού. Αλλά μπορεί να γίνει και το μέτρο σύγκρισης με το ευτελές, το αγοραίο, το πρόσκαιρο, που μας έχουν πλασάρει όλα αυτά τα τελευταία χρόνια. Και μας έχουν κάνει να απαξιώσουμε και την τέχνη.
Και κλείνοντας, για να το συνδέσω, με την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, όλη αυτή η μιζέρια, δεν σου δίνει έμπνευση; Μήπως είναι η κατάλληλή στιγμή να επανέλθεις δισκογραφικά, συναντώντας την αρχή σου («Νυχτερινή κυβέρνηση»/1998), με μια νέα δισκογραφική «κυβέρνηση – πρόταση» του σήμερα;
Πάντα το παλεύω. Κι εγώ κι οι νεότεροι μου, κι οι συνομήλικοι κι οι λίγο μεγαλύτεροι. Όλοι έχουμε ανησυχία, όλοι θέλουμε να συμμετέχουμε σε μια ανατροπή αυτού του καθεστώτος, που μας κυβερνάει πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά κι οικονομικά φυσικά. Φυσικά υπάρχουν κι οι παραφωνίες ανθρώπων που πάνε και παίζουνε για διάφορους εφοπλιστάδες ή κάνουνε το ντεκόρ σε τέως βασιλείς και καραγκιόζηδες και διαπλεκόμενους και διάφορους δολοπλόκους κι όλους αυτούς τους τύπους τα λαμόγια της σημερινής οικονομικής εξουσίας. Αλλά οι περισσότεροι, η μάζα κι αυτοί που έχουν πραγματικά αξία πλέον, που μπορούν και νιώθουν δραστήριοι σίγουρα τους εμπνέει, σε εισαγωγικά, αν η αντίδραση είναι έμπνευση, τότε είναι έμπνευση κι αυτό, η αντίδραση η πραγματική. Απέναντι σ’ αυτήν την μιζέρια να δώσουν ελπίδα και στόχο στους νέους ανθρώπους, ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους. Που ελπίζω αυτή την στιγμή να μην μας έχουν τόσο ανάγκη και να βαδίζουν το δρόμο τους και να μας ξεσηκώσουν κι εμάς. Γιατί θυμάμαι, όταν κάποια στιγμή είχα προτείνει να συμμετέχουμε στις εκδηλώσεις, στις υπέροχες αυτές συναντήσεις στην πλατεία Συντάγματος, δηλώσαν και πως να πάμε; Θα μας κοροϊδεύουν μπορεί να μας πετάξουν και πορτοκάλια και νεράντζια επειδή είμαστε αμειβόμενοι, αρκετά αμειβόμενοι. Αντί το τραγούδι κι η τέχνη να είναι πρωτοπόρος κατάντησε όχι μόνο να ακολουθεί αλλά να κρύβεται κι από την πρωτοπορία των κινημάτων. Ε, αυτό θα ανατραπεί, δεν θα αντέξει πολύ. Και ελπίζω πως θα συμβάλουμε όλοι και θα έχουμε και Νυχτερινές κυβερνήσεις και Πρωινές κυβερνήσεις κι Αριστερές κυβερνήσεις, για να δώσουμε πάλι την ελπίδα στον λαό, την ελπίδα στο κόσμο, γιατί αυτό το έχει ανάγκη ο κάθε πολίτης.
e-orfeas.gr