07 Απρ. 2017
Από πολλές δεκαετίες, μέχρι και σήμερα το ζήτημα των Πνευματικών Δικαιωμάτων στην χώρα μας, είναι μια μαύρη σελίδα στον Πολιτισμό μας. Αποτελεί ένα πεδίο κερδοσκοπίας, αδικίας και παρανομίας. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των πνευματικών δημιουργών, ποτέ και καμία μέχρι τώρα κυβέρνηση, δεν εφάρμοσε ένα δίκαιο, δημοκρατικό και αξιοκρατικό σύστημα προστασίας και απόδοσης των Πνευματικών Δικαιωμάτων. Στα χέρια ιδιωτών η πνευματική ιδιοκτησία, έγινε ένας εύκολος δρόμος πλουτισμού και διαπλοκής. Όλες οι συνδικαλιστικές προσπάθειες, έπεφταν στο κενό.
Η πλευρά του ΥΠΠΟ, πάντα ήταν από αδιάφορη έως εχθρική απέναντι στα δίκαια αιτήματα των δημιουργών, με αποτέλεσμα να βλέπουμε ανθρώπους της Τέχνης και του Πολιτισμού, καλλιτέχνες που σημάδεψαν με το έργο τους γενιές ολόκληρες, να ζουν στα όρια της φτώχειας ή και κάτω απ' αυτά.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να προστατευτούν τα έργα που έχει κληρονομήσει ο Πολιτισμός μας, αλλά και να δημιουργηθούν καινούργια, από νέους δημιουργούς, που θα μπορούν να εμπνευστούν και να παράγουν Τέχνη και Πολιτισμό, σ' ένα δίκαιο περιβάλλον αξιών και ανταποδοτικότητας.
Πως φτάσαμε ως εδώ...
Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας βρίσκεται σε πόλεμο. Σ' έναν οικονομικό πόλεμο, αλλά και πόλεμο αξιών και θεσμών, με ανθρώπινα θύματα, με τσακισμένες ελπίδες, με φτώχεια, κοινωνικό μίσος και πολιτιστικό αφανισμό. Ο οικονομικός εξευτελισμός, που εκφράζεται απ' τα μνημόνια και την πρακτική της αριθμολαγνείας, είναι η τρίτη φάση αυτού του πολέμου. Προηγήθηκαν άλλες δύο φάσεις όχι και τόσο φανερές, αλλά εξ ίσου καταστροφικές. Η πρώτη αφορούσε στην υποτίμηση, στον ευτελισμό και τελικά στην απαξίωση του Πολιτισμού μας και η δεύτερη την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού.
Όλοι γνωρίζουμε ότι, λαός χωρίς ενεργό πολιτισμό είναι ένας λαός υποχείριο, χωρίς γνώση, χωρίς μνήμη. Αυτό το αξίωμα όμως μετατράπηκε σε όπλο στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας. Καταλήξαμε λοιπόν στην χυδαία αλλά και φθίνουσα εμπορευματικοποίηση της Τέχνης, αποκλείοντας την δημιουργία, την παιδεία, την εξέλιξη. Το υπουργείο Πολιτισμού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, λειτουργούσε σαν μαγαζάκι με τουριστικά είδη, προσφέροντας σε χαμηλή τιμή στους αποικιοκράτες της Ευρώπης, ότι πουλιέται απ' τον Πολιτισμό, την Τέχνη και την Ιστορία του τόπου μας.
Ο αποκλεισμός του σύγχρονου πολιτισμού και της δυναμικής του, είχε ξεκινήσει απ' την χούντα, με παράλληλη προβολή ασήμαντων και κατευθυνόμενων προπαγανδιστών. Η μεταπολίτευση που στηρίχτηκε στον αγώνα του πολιτισμού, γρήγορα τον μετέτρεψε σε λαϊκισμό. Αργότερα, με την κυριαρχία των ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, ότι καλό είχε επιφέρει η μεταπολίτευση, διαστρεβλώθηκε, απαξιώθηκε και στο τέλος εξαφανίστηκε. Υφαρπάζοντας όλα τα πνευματικά και εκδοτικά δικαιώματα οι καναλάρχες, μπορούσαν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της παραγωγής της τέχνης και της έκφρασης του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο αφανισμός των δισκογραφικών εταιριών, το κλείσιμο των δισκοπωλείων, των βιβλιοπωλείων και γενικότερα το μαζικό κλείσιμο των χώρων Τέχνης και Πολιτισμού. Η έννοια κι ο όρος “δημιουργός” έφυγε απ' το λεξικό κι αντικαταστάθηκε απ' τους όρους “διασκεδαστής”, “εμπορικός”, “μοντέρνος” εκφράζοντας τους αναλώσιμους υπηρέτες του star system, που απευθύνονται σε “πελάτες – καταναλωτές”. Με το αξίωμα “ότι πουλάει είναι καλό”, οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού, υποβάθμισαν το περιεχόμενο δίνοντας αξία στο μέσο. Έτσι μας πουλάνε υπέροχες τηλεοράσεις και ηχοσύνολα για να βλέπουμε και να ακούμε σκουπίδια.
Με αδύναμο τον Πολιτισμό, ήταν πιο εύκολη η επόμενη φάση του πολέμου, που είχε στόχο την διάρρηξη του κοινωνικού μας ιστού. Σαν καθρεφτάκι σε πρωτόγονους, προσέφεραν την τεχνολογία, ως όπλο άχρηστης επιδεξιότητας και γνώσης, δημιουργώντας μοναχικούς νάρκισσους. Η ανταλλακτικότητα που εμπεριέχεται στην κοινωνική συνοχή, περιορίστηκε στην εικονική σχέση ανθρώπου - οθόνης.
Ο παθητικός ρόλος που διαπαιδαγωγήθηκε ο λαός, η ιδέα της “ανίκητης” διαφθοράς της εξουσίας και του κεφαλαίου, έγινε σημαία και επέβαλλε μια αρρωστημένη νοοτροπία δημιουργώντας το “νέο είδος πολίτη”.
Έναν “πολίτη”, χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο, με έλλειμμα πολιτισμού, κοινωνικής μόρφωσης και παιδείας. Αυτόν που εμπιστεύεται τα κατευθυνόμενα μαζικά ρεύματα που του υπόσχονται μερίδιο εξουσίας, ή νίκης ακόμη και ανάξιας κι όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, επαγγελματικό, ακόμα και αθλητικό. Αφοσιωμένο στο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού, με την αποδοχή της εκμετάλλευσης και της αναξιοκρατίας στην εργασία. Με αυτό τον τρόπο είχε ανοίξει πλέον ο δρόμος για τον απόλυτο έλεγχο των αντιδράσεων της κοινωνίας, με κορύφωση τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Στόχος, η αποξένωση του ατόμου απ’ την κοινωνία κι η επιβολή μιας φοβικής εξουσίας, με πλαστές κι ανώδυνες ομαδικές εναίσιμες αντιθέσεις. Αποτέλεσμα, οι επιδερμικές και καταναλωτικές διεκδικήσεις με βάση το «εγώ» και η ανύψωση μιας διεφθαρμένης ηθικής, με προσωρινές κι ευάλωτες αξίες lifestyle. Κορύφωση ήταν η επιλεγμένη απαξίωση του «πολιτικού όντος», αντικαθιστώντας το πολιτικό πρόσωπο, με το τεχνοκρατικό προφίλ ενός διορισμένου μάνατζερ, που δεν ανήκει σε πολιτικούς σχηματισμούς ή ιδεολογίες, αλλά σε «εταιρίες περιορισμένης ευθύνης».
Τέλος κατάφεραν την απαξίωση και αυτής της ίδιας της πολιτικής σκέψης, υπηρετώντας την αοριστολογία, την συκοφαντία και την αριθμολαγνεία του νεοφιλελευθερισμού και την ποιότητα του τηλεοπτικού χρόνου, προβάλλοντας μια τεχνητή αδυναμία αντίδρασης κι επιβάλλοντας το δόγμα του «τέρατος».
-«Μπορεί να είμαι τέρας, αλλά κι ο άλλος δεν είναι καλύτερος. Οπότε το εξυπνότερο που έχεις να κάνεις είναι να το συνηθίσεις ή ακόμα καλύτερα να μας μοιάσεις».
Το τρίτο σκέλος του πολέμου βρήκε πρόσφορο πλέον έδαφος Μετά την πολιτισμική κατάρρευση και την κοινωνική αποδυνάμωση, πέρασαν πιο εύκολα στην οικονομική εξαθλίωση και το ξεπούλημα της χώρας μας.
Τι συμβαίνει λοιπόν σήμερα;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, σκεφτείτε μια Ελλάδα χωρίς Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζιδάκι, Γκάτσο, Θεοδωράκη, Λοΐζο και δεκάδες άλλους δημιουργούς. Για να γίνει πιο κατανοητό το ερώτημα θα σας περιγράψω κάποιες προσωπικές μου εμπειρίες.
Κάποτε, πριν φύγει ο Απόστολος Καλδάρας μου είχε πει, “πιστεύω ότι έκανα καλά τη δουλειά μου”. Ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν θέλησε να στηρίξει την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά, μου είπε ότι “από εσάς τους νέους παίρνουμε κι εμείς φρεσκάδα και δύναμη να συνεχίσουμε”. Κι όταν οι δυο τους συναντηθήκανε, πείραζαν ο ένας τον άλλον σαν μικρά παιδιά, που παίζουν, αισθάνονται, δημιουργούν, ονειρεύονται. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ακόμα χρωστάει του Απόστολου ένα πενηντάρικο, που είχε δανειστεί για να πάρει ένα σακάκι. Ο Τσιτσάνης τον κυνηγούσε πάντα, αλλά αυτός ο ανταγωνισμός τους έκανε και πιο δημιουργικούς. Θα μάλωνε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που έφαγε πάλι όλα της τα λεφτά στα χαρτιά κι εκείνη θα τον αποκαλούσε βλάχο, στο στρογγυλό τραπεζάκι της γκαρσονιέρας της στην Δροσοπούλου. Ο Μίκης, τον οποίο είχα συναντήσει φοιτητής, τον αποκαλούσε Σοπέν του λαϊκού μας τραγουδιού κι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, τον εντάσσει στην “Αγία Τριάδα” του ελληνικού τραγουδιού. Άρα μπορούμε να πούμε ότι “έκανε καλά την δουλειά του”, αφού κι ο Απόστολος Καλδάρας και όλοι οι άλλοι συνάδελφοι του, δεν γράψανε απλά κάποια τραγούδια, αλλά δημιούργησαν πολιτισμό, κοινωνικό ιστό, τέχνη. Μια τέχνη που βρήκε πολλούς συνεργάτες, αλλά και συνεχιστές.
Γιατί όμως καταθέτω αυτή τη μικρή προσωπική μαρτυρία;
Ο λόγος είναι ότι αυτά τα ονόματα, όπως και πάρα πολλά άλλα Ελλήνων δημιουργών, μπορούν να αποτελέσουν τους ήρωες ενός φανταστικού διηγήματος, φτάνει να αλλάξεις μόνο τις ημερομηνίες και να έρθουμε στο σήμερα. Θα μπορούσε δηλαδή, το νοικιασμένο προσφυγικό σπίτι μας στη Νέα Χαλκηδόνα, ή το διαμερισματάκι στην Παιάνων στη Κυψέλη να είναι το ίδιο φτωχικό, αλλά ο πατέρας μου σήμερα, δεν θα μπορούσε να κάτσει στο σαλονάκι να γράψει, γιατί δεν υπάρχει εταιρεία να εκδώσει τα τραγούδια του, ούτε όμως και να βρει μια αξιοπρεπή δουλειά, αφού δεν ήταν τραγουδιστής, ήταν μόνο συνθέτης, δηλαδή δημιουργός και μάλιστα αδιάφορος για τις δημόσιες σχέσεις. Έτσι κι ο Τσιτσάνης δεν θα έφευγε απ' την κοινή τους πατρίδα, αλλά δίπλα στον αδελφό του τον Κίτσο, θα έπαιζε στο ουζερί του για τους φίλους. Όπως κι ο Χατζιδάκις, όσο κι αν ήταν πρόθυμος να παραχωρήσει τα δικαιώματα του για να έχει μια ευκαιρία να βγάλει ένα δίσκο, δεν θα έβρισκε κανέναν ενδιαφερόμενο και φυσικά δεν θα είχε τα λεφτά για να ηχογραφήσει με δικά του έξοδα όπως επιβάλλεται σήμερα στη δισκογραφία. Ακόμα κι ο σκληροτράχηλος Μίκης απ' την εξορία, θα ήταν το μαύρο πρόβατο των ΜΜΕ, αντιεμπορικός και διπλά εξόριστος κι απ' τη μουσική κι απ' την Ελλάδα.
Δυστυχώς όμως, αυτά πλέον δεν είναι δημιούργημα μιας μηδενιστικής φαντασίας. Είναι δημιούργημα της πραγματικότητας. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ο πολιτισμός και οι τέχνες είχαν την “τιμητική θέση”, να είναι στις προτεραιότητες της απαξίωσης από το πολιτικό σύστημα και τελικά της κατάρρευσης.
Τα ενδεικτικά ονόματα των δημιουργών, τα αναφέρω απλά για να προσωποποιήσω το καταστροφικό μας μέλλον. Ο μελλοντικός Τσιτσάνης, Καλδάρας, Θεοδωράκης και οι υπόλοιποι σπουδαίοι σπουδαίοι συνθέτες και στιχουργοί, δεν έχουν θέση στην σημερινή μας κοινωνία. Όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά επειδή τους αποκλείσανε, τους καταργήσανε, επειδή τους σκοτώσανε.
Αν αναλογιστούμε λίγο, πότε το ελληνικό τραγούδι άνθιζε, μαζί με τον κοινωνικότητα, τους αγώνες του λαού, την αντίσταση και την αλληλεγγύη και τότε θα μιλήσουμε για εποχές δημιουργών. Έδιναν φωνή στη χαρά και στη λύπη, στον έρωτα, στην αντοχή και την υπομονή, έδιναν φωνή στο μέλλον και όνειρο στην ελπίδα. Θυμάμαι ακόμη τον Λεωνίδα Κύρκο, που μου έλεγε πως σφυρίζοντας το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλον με τον συγκρατούμενο του και αναλογίζομαι πως και στις δικές μας παρέες “γράφαμε την δική μας ιστορία” μ' ένα τραγούδι.
Χωρίς να αφαιρώ τους τόσους άξιους τραγουδιστές, αφού τους θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι του τραγουδιού, η πραγματικότητα μιλάει από μόνη της και μας λέει για την εποχή του ρεμπέτικου, με Βαμβακάρη, Τούντα, Παπάζογλου, Ρούκουνα, Γκόγκου κλπ, για την εποχή του λαϊκού τραγουδιού, με Τσιτσάνη, Μητσάκη, Καλδάρα, Ζαμπέτα κλπ, ακόμα και το πιο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, από τον Χατζιδάκι τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο τον Λοΐζο, μέχρι Μικρούτσικο, Σαββόπουλο, Μαυρουδή, Νικολόπουλο, Κραουνάκη, αλλά και Μάλαμα, Ιωαννίδη, Παπακωνσταντίνου και μαζί με αυτούς εκατοντάδες άλλους, με κοινό παρανομαστή ότι όλοι ήταν και παραμένουν συνθέτες – δημιουργοί.
Συνδημιουργοί κι εξ ίσου σημαντικοί όμως, είναι και άλλοι τόσοι στιχουργοί και ποιητές που χτίσανε όλο το οικοδόμημα του ελληνικού τραγουδιού μαζί με τους συνθέτες. Κι εδώ ο κατάλογος είναι μακρύς. Απ' τον Τσάντα και τον Βίρβο, στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Πυθαγόρα, αλλά και από τον Γκάτσο, τον Ελύτη, μέχρι την Λίνα Νικολακοπούλου και τον Μανώλη Ρασούλη και τόσους άλλους, παλαιότερους και νεότερους.
Μπορεί λοιπόν όλοι αυτοί οι συνθέτες, οι στιχουργοί, να μην απασχολούν τα πρωτοσέλιδα της επικαιρότητας ή τα πρωϊνάδικα των τηλεοράσεων, έχουν όμως απασχολήσει και συνεχίζουν να απασχολούν όλη μας τη ζωή, αλλά και τη ζωή των επόμενων γενεών. Μαζί μ' αυτούς και οι χιλιάδες μουσικοί, ηχολήπτες, τεχνικοί, γραφίστες και πλήθος άλλων καλλιτεχνών.
Αυτή λοιπόν είναι η πραγματικότητα. Γι' αυτό φοβάμαι μιαν Ελλάδα που πέρασε μέσα από κατοχή, από εμφύλιο, από χούντα και εξεγέρσεις με το τραγούδι, να είναι τώρα στείρα και μουγκή. Με τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, φυλακισμένους στη σιωπή.
Το άγνωστο (;) αύριο...
Ο αγώνας για το αύριο λοιπόν, δεν εξαντλείται μόνο στις οικονομικές διεκδικήσεις και την οικονομική ανάπτυξη. Φυσικά και έχει προτεραιότητα η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, της ανεργίας και της φτώχειας που υφίσταται η πατρίδα μας, αλλά εξίσου σημαντικό και καθοριστικό για την πορεία της χώρας και του λαού, είναι και ο πολιτισμός της, όπως και η κοινωνική συνοχή. Από εκεί πρέπει να αρχίζει η οικοδόμηση της σύγχρονης δημοκρατικής Ελλάδας. Το Κέρδος, παγίδεψε τον Πολίτη, όπως το κεφάλαιο την εργασία.
Μια προοδευτική κυβέρνηση, δεν μπορεί να στηριχτεί στην λογική του χρήματος και των αριθμών. Θα στηριχτεί στον σκεπτόμενο πολίτη, στον τίμιο εργαζόμενο, τον άξιο επιστήμονα, στον ανήσυχο εκφραστή της Τέχνης και του Πολιτισμού. Ξέρει πολύ καλά, ότι η τέχνη φτιάχνεται αλλά και φτιάχνει κινήματα και δημιουργεί κοινωνικούς ιστούς, που κρατάνε ζωντανές τις προοδευτικές κοινωνικές αξίες. Γι' αυτό τον λόγο, θα πρέπει να δημιουργήσει τις δομές και να προσφέρει το έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούν οι τέχνες κι ο πολιτισμός, να καλλιεργούνται, να εξελίσσονται και να έρχονται σε άμεση επαφή με την κοινωνία. Οι δομές αυτές, θα πρέπει να προσφέρουν στους ανθρώπους της τέχνης, την αξιοπρεπή διαβίωση, την προστασία των πνευματικών τους δικαιωμάτων και να τους παρέχεται η απρόσκοπτη και η συνεχής δυνατότητα σπουδής και εργασίας. Αλλά και η κοινωνία από την οποία προέρχονται και στην οποία απευθύνονται, να μπορεί να κρίνει την αξία της τέχνης, με όρους παιδείας, μνήμης και πολιτισμού. Γεγονός, που μόνο μια ελεύθερη κοινωνία που ζει σε συνθήκες αξιοκρατίας, ισότητας και δικαιοσύνης, μπορεί να καταφέρει.
* Ο Κώστας Καλδάρας είναι μουσικοσυνθέτης
tvxs.gr